Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Τα λουλούδια στους αρχαίους πολιτισμούς και στην αρχαία Ελλάδα.




Του Γιάννη Νεραντζή

Σύμβουλος Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς, Αρχαιολόγος - Ξεναγός Εθελοντής - Σύμβουλος Φιλολόγων, Διδάκτωρ Ιστορικής Γεωγραφίας



Ο Μάιος ήδη από την αρχαιότητα ήταν ο κατεξοχήν μήνας εορτασμών του ερχομού της Άνοιξης και της άνθησης των λουλουδιών. Η Πρωτομαγιά βρίσκεται περίπου στη μέση μεταξύ εαρινής ισημερίας και θερινού ηλιοστασίου, τελικά καθιερώθηκε ως μέρα των ανοιξιάτικων εορτασμών, κάτι που συνεχίζεται έως και σήμερα, με κυριότερο έθιμο την κατασκευή του Μαγιάτικου στεφανιού, με λουλούδια, το οποίο συμβολίζει τη γονιμότητα και την εποχή της άνθησης και της δημιουργίας.
Την αναγνώριση των ιδιοτήτων των λουλουδιών, την γνώριζαν άριστα οι αρχαίοι πολιτισμοί, για αυτό τον λόγο και ασκούσαν την θεραπευτική τέχνη των λουλουδιών ώστε να εξαγνίσουν και να ανυψώσουν το ανθρώπινο πνεύμα. Ο εποχικός κύκλος της βλάστησης, ταυτίζεται με τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και έτσι εισάγεται στους μύθους των μυστηρίων. Οι ζωτικές δυνάμεις που χαρακτηρίζουν τα φυτά στον αιώνιο κύκλο της αναγέννησης των λουλουδιών, των φύλλων και των καρπών τους, αποτυπώνονται στην αρχαία τέχνη. Οι ευεργετικές ιδιότητες των φρέσκων λουλουδιών, δρουν άμεσα και αποτελεσματικά, αρκεί κανείς να γνωρίζει πώς να τις απελευθερώνει.
Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, η Αγγλίδα φιλάνθρωπος και νοσηλεύτρια στη φροντίδα των τραυματιών πολέμου (1854-1855) Florence Nightingale (πρωτοπόρος της νοσηλευτικής - προς τιμήν της γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 12 Μαΐου η Διεθνής Ημέρα Αδελφών Νοσοκόμων) με τις απόψεις της περί της Ολιστικής φροντίδας, αναφέρει την επίδραση που είχε στον πυρετό των ασθενών η προσφορά μιας ανθοδέσμης με όμορφα χρωματιστά λουλούδια την οποία θεωρεί όχι μόνον ψυχογενή αλλά και σωματική αντίδραση. Στο πρωτότυπο κείμενο της βιβλιογραφικής πηγής αναφέρεται ότι είπε η Florence Nightingale τα εξής:
«I shall never forget the rapture of fever patients over a bunch of bright colored flowers. People say the effect is only on the mind. It is no such thing. The effect is on the body too».
Παράλληλα οι θεραπευτικές δυνάμεις των φυτών, ως βότανα, (μετά τη διαδικασία της αποξήρανσης),διαδραματίζουν στην αρχαία αλλά και στην σύγχρονη φαρμακολογία αρωματοθεραπεία, και βοτανολογία, καταλυτικό ρόλο, ενώ διάφορα φυτικά είδη χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές (π.χ. δάφνη) και πολιτιστικές τελετουργίες (π.χ. ελιά).
Στην αρχαία Ελλάδα, ήδη από τα τη Μινωική περίοδο η τέχνη της διακόσμησης είναι γεμάτη παραδείγματα της επιρροής που ασκούσαν τα λουλούδια στους ανθρώπους. Από τις σημαντικότερες Μινωικές τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στην Κνωσό, είναι αυτή του «Πρίγκηπα με τα κρίνα», ενώ οι Κροκοσυλλέκτριες, μία επίσης είναι ενδεικτική τοιχογραφία φυσιοκρατικού διάκοσμου, που αποκαλύφθηκε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης.
Ως γνωστόν, η ζωοδότρα ενέργεια της φύσης αποτελούσε μέρος μυστηρίων και τελετών και εκφράστηκε με την κατανάλωση φυτών και καρπών ή με τη χρήση τους ως τελετουργικών αντικειμένων. Ο μύθος των Ελευσίνιων μυστηρίων (όπως και πολλοί άλλοι), ξεκινά με την Περσεφόνη κόρη της Θεάς Δήμητρας να μαζεύει λουλούδια στο Νύσιον πεδίον, μαζί με την Αθηνά, την Άρτεμη και τις Ωκεανίδες νύμφες, άνοιξε η Γη και ξεπήδησε από μέσα ο Πλούτωνας με το σκοτεινό του άρμα και την άρπαξε, αλλά τις κραυγές της δεν τις άκουσε κανείς, εκτός από την Εκάτη και τον Ήλιο κι έτσι κανείς δεν πρόλαβε να τη σώσει.
Θλιμμένη η Δήμητρα που έχασε την κόρη της, λέγεται ότι μάρανε την πλάση, οι σοδειές δεν καρποφορούσαν πια και τα λουλούδια δεν άνθιζαν. Όταν πληροφορήθηκε από τον Ήλιο ότι την έκλεψε ο Πλούτωνας έτρεξε να τη ζητήσει πίσω, ωστόσο κι εκείνος δεν ήθελε να τη χάσει. Έτσι κατέληξαν σε έναν διακανονισμό, η κόρη να είναι στη Γη οχτώ μήνες και τέσσερις στον Κάτω Κόσμο μαζί του και μάλιστα για να το εξασφαλίσει αυτό, της έδωσε να φάει καρπό ροδιού για να ξαναγυρίσει. Έτσι τους τέσσερις μήνες που η Περσεφόνη, σύμφωνα με τον μύθο, βρισκόταν στον Κάτω Κόσμο, στη Γη κυριαρχούσε ο χειμώνας, ενώ οι υπόλοιποι οχτώ, ήταν μήνες ανθοφορίας γονιμότητας και καλοκαιρίας.
Κατά την τέλεση των μυστηριακών τελετουργιών στα σεπτά Ελευσίνια Μυστήρια, οι μύστες έπιναν τον «κυκεώνα», μείγμα βρασμένου κριθαριού και νερού το οποίο αρωμάτιζαν με διάφορα άλλα βότανα και φυτικά παρασκευάσματα. Στα Θεσμοφόρια, γιορτή προς τιμή της θεάς Δήμητρας για την αναγέννηση της γης και τη γονιμότητα, οι γυναίκες μαστιγώνονταν με πράσινα κλαδιά, έτρωγαν φρούτα και σπόρους ροδιού, ενώ στα Πυανέψια, γιορτή για τα σπαρτά, προσέφεραν στη θεά ένα κλαδί ελιάς, την «Ειρεσιώνη», τυλιγμένο με μαλλί και φορτωμένο με τους πρώτους καρπούς της γης.
Θαργήλια ονομαζόταν η αρχαία ελληνική γιορτή που ήταν αφιερωμένη στην άνοιξη. Περίπου στα μέσα Μαΐου διοργανωνόταν λατρευτική πομπή προς τιμήν του Ηλίου και των Ωρών, δηλαδή των Εποχών, θεοτήτων των οποίων η ευλογία έκανε τους καρπούς να ωριμάζουν. Σε αυτή την πομπή ένα αγόρι κρατούσε ένα κλαδί δάφνης που στόλιζαν με γιρλάντες και φρούτα, και που μας θυμίζει το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Το κλαδί στερεωνόταν πάνω από την πόρτα του ναού όπου κατέληγε η πομπή, ως σύμβολο καρποφορίας, αλλά το ίδιο έκαναν και οι πιστοί στις πόρτες των σπιτιών τους, όπως συνηθίζεται και σήμερα. Άκρως συμβολική η χρήση κλαδιών, καρπών και λουλουδιών, ειδικά σε μια γονιμική τελετουργία, καθώς η γενετήσια ενέργεια της Φύσης μεταδίδεται στους πιστούς στο πλαίσιο των αρχών της «μεταδοτικής μαγείας».
Οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν με θαυμασμό για τους κήπους του βασιλιά Mίδα στους πρόποδες του Bερμίου. Ήταν γεμάτοι από εξηντάφυλλα ρόδα με αξεπέραστο άρωμα. Στα Αρχαϊκά χρόνια, η Σαπφώ έκανε ποίημα την εικόνα του τεράστιου κήπου στη Λέσβο με τα κελαρυστά νερά, τα ανοιξιάτικα λουλούδια, τα σκιερά δένδρα και τα πλούσια λιβάδια του. Oι πόλεις των κλασικών χρόνων είχαν αναπτυχθεί ή ρυμοτομηθεί με πυκνή δόμηση, μην αφήνοντας μεγάλα περιθώρια για κήπους. Ορισμένα σπίτια ωστόσο φαίνεται ότι διέθεταν κάποιο μικρό κήπο. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που υιοθέτησαν την καλλιέργεια φυτών σε γλάστρες, και πιο συγκεκριμένα οι αρχαίες Ελληνίδες, στην τελετουργική θρησκευτική γιορτή του Άδωνη («Αδώνια»), όπου διακοσμούσαν συμβολικά τα αγάλματα του θεού και τις στέγες των σπιτιών τους με γλάστρες που είχαν σπείρει φυτά («Αδώνιοι κήποι»).
Εκτός των τειχών των πόλεων, στα προάστια, οι Έλληνες είχαν θεοποιήσει τα φυτά, πιστεύοντας ότι υπήρχαν μυστικές σχέσεις μεταξύ του κόσμου των φυτών και των ηρώων ή των θεών και είχαν δημιουργήσει γύρω από τους ιερούς χώρους τεχνητά αλσύλλια, αφιερωμένα σε θεούς και ήρωες. Γενικά η διαμόρφωση των δημόσιων ελεύθερων χώρων στην Ελλάδα ήταν αναπόσπαστα δεμένη με τη θρησκευτική λατρεία λόγω του ότι κάθε θεός είχε ένα δένδρο αφιερωμένο σ’ αυτόν που θεωρούνταν ιερό. Στα πλαίσια αυτά το πεύκο ήταν αφιερωμένο στον Πάνα, η Δρύς στο Δία, η οξιά στον Ηρακλή, το πουρνάρι και η παπαρούνα στον Άρη, Μέντα στον Πλούτωνα, η μυρτιά και η τριανταφυλλιά στην Αφροδίτη.
Οι δημόσιοι κήποι αποτέλεσαν χαρακτηριστικά σημεία συνάντησης φιλοσόφων και των μαθητών τους οι οποίοι έκαναν περίπατο κουβεντιάζοντας σε μονοπάτια σκιασμένα από πλατάνια και ακακίες. Ο κήπος της Ακαδημίας αποτελεί χαρακτηριστικό κήπο όλων των εποχών, γιατί στους διαδρόμους του και υπό την σκιά των δέντρων, ακούστηκε για πρώτη φορά το 387 π.Χ. η φιλοσοφική διδασκαλία του Πλάτωνα.
Κάποια από τα ιερά άλση της αρχαίας Αθήνας ήταν αυτό της Ακαδημία ς το οποίο εξελίχθηκε σε διακοσμητικό κήπο. Γύρω από το ιερό του Ακάδημου βρίσκονταν ο αρχικός πυρήνα του, ο οποίος σχηματίζονταν από δώδεκα ελιές που προέρχονταν από την ιερή ελιά της Ακρόπολης. Το Λύκειο άλσος ( οι πρώτες φυτεύσεις του πραγματοποιήθηκαν γύρω από το ιερό του Απόλλωνα τον 6ο αιώνα π.Χ), απόκτησε παγκόσμια φήμη χάρη στο Σωκράτη, ο οποίος σύχναζε και δίδασκε εκεί (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) και τον Αριστοτέλη, που λίγο αργότερα (335 π.Χ.) δημιούργησε εκεί κοντά την «περιπατητική» σχολή του. Αυτός αποτελούνταν εκτός από παραγωγικές καλλιέργειες και διακοσμητικό κήπο γύρω από το ιερό.
Τέλος, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάσημου αρχαίου Ελληνικού κήπου αποτελεί ο βοτανικός κήπος (οι αρχαιολόγοι τον ταυτίζουν με τον κήπο των Μουσών και βρίσκεται στη θέση της σημερινής πλατείας Συντάγματος), με πολλά σπάνια φυτά (αναφέρονται περί τα 600 είδη), πολλά από τα οποία προέρχονταν από τις Ασιατικές χώρες, που είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο βοτανικός αυτός κήπος δημιουργήθηκε από τον Αριστοτέλη το 350 π.Χ. κοντά στον Ηριδανό, παραπόταμο του Ιλισού, στη συνέχεια τον συντήρησε και τον ανέπτυξε ο Θεόφραστος, αλλά μετά το θάνατο του, ο βοτανικός κήπος, που ήταν ο πρώτος στην Ευρώπη, έπεσε σε παρακμή, για να εξαφανισθεί αργότερα με την παρακμή και της Ελλάδας.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ


       
Και τι δεν έχουμε ακούσει για  αυτά τα κοιλώματα των βράχων , τις σπηλιές. Τι στοιχειά , τι  κρυμμένους θησαυρούς , τι θαμμένα κιούπια στα έγκατά τους και  πολλά άλλα  που η λαϊκή φαντασία έπλασε για να παινέψει ή να φοβίσει .
Πέρα από ολά αυτά  όμως στην λαϊκή αφήγηση καταδεικνύεται πόσο πολύ χρήσιμα φάνηκαν στους ανθρώπους σε δύσκολες καταστάσεις ,από παλαιοτάτων χρόνων, με την σταθερή τους θερμοκρασία και την φυσική τους οχύρωση.
Στις πλαγίες του ζυγού αρκετές πρόσφεραν την ζεστασιά τους και την προστασία τους, όχι μονό στους ανθρώπους της υπαίθρου αλλά και στα ζωντανά τους και αυτοί το όνοματά τους. Στις νότιες πλευρές του Ζυγού έχουμε την σπηλιά του Παλιούρα, του Καράλη και του Πλάκα. Στα αριστερά του φαραγγιού της Κλεισούρας, του Φώνη και αρκετά πιο ψηλά του Κουμπούρα. Εκτός των άλλων κάποιες χρησιμοποιήθηκαν και για απομόνωση. Ήταν οι Σπιναλόγκες της εποχής ! Στις οροφές τους ακόμη και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια του καπνού από τις εστίες της φωτιάς.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΦΩΝΗ: Ο Φωνης (Ξενοφών)  Ζωγράφος έδωσε το όνομα του στην σπηλιά δυτικά του φαραγγιού γιατί πέρασε πολύ καιρό σε αυτή . Πριν τον Φώνη κατοίκισε ο Κίλιας ο Χαραλαμπόπουλος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Ήρθε από τα Σέλισα  της Ευρυτανίας σε ηλικία δέκα επτά ετών περίπου ,το 1880 . Δεινός κυνηγός ο Κίλιας . Ήταν αυτός που ανακάλυψε το πέρασμα της Παπόραχης. Ένα διάσελο που περνούσαν τα παπιά το βράδυ από την λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού προς τις λίμνες Λυσιμαχείας και Τριχωνίδας  και το πρωί ξαναγύριζαν. Τον έβλεπαν που γύριζε με τα σκοτωμένα παπιά και απορούσαν.
Πότε πήγες στη θάλασσα εσύ;  Αφού κατά τον λόγγο έκανες. Που τα βρήκες τα παπιά;
 Αυτός βέβαια δεν το μαρτυρούσε το περασμα γιατι δεν ήθελε άλλους μέσα στα πόδια του . Δεν άργησαν φυσικα  να τον καταλάβουν .
Ο Κύλιας ήταν και καλός μάστορας. Έκανε ωραία τσαρούχια και τα πουλούσε στα γύρω χωρία. Στον γυρισμό του από ένα ταξίδι του στην Παλαιομάνινα και αφού πέρασε το ποτάμι, έπεσε πάνω σε ληστές και του πήραν όλα τα χρήματα. Ένας από αυτούς όμως πλήρωσε πολύ ακριβά την απληστία του. Δεν του έφτασαν τα χρήματα που πήρε,  αλλά γύρισε πίσω να του πάρει και τα τσαρούχια που φορούσε. Δεν τα έβγαζε ο Κυλιας από τα πόδια του παρά τις απειλές !
Εγώ δεν τα βγάζω του λέει . Αν το βαστά η καρδία σου βγάλτα μόνος σου.
Έσκυψε ο ληστής και το μαχαίρι του Κύλια χώθηκε στην πλάτη του .Τον πέταξε στο ποτάμι και έφυγε τρέχοντας πριν γυρίσουν οι σύντροφοί του .Το φονικό το εξομολογήθηκε στον παπά λίγο πριν πεθάνει

ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ: Σε αυτή την σπηλιά ο Κουμπούρας βρήκε καταφύγιο για να ξεπεράσει την αρρώστια του. Χτυπημένος από την φυματίωση απομονώθηκε στη σπηλιά μέχρι , ή να γίνει καλά  ή  να πεθάνει . Γύρω από το γεγονός πλάσθηκε ένας γοητευτικός μύθος που λέει πως τάχα σκότωσε έναν Τούρκο γιατί τον παρενόχλησε την ήμερα του Πάσχα . Ένας μύθος που συνδέθηκε με την ανακάλυψη της εικόνας της Παναγιάς στην σπηλιά που είναι χτισμένη η εκκλησία της Αγίας Ελεούσας . Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή που προανέφερα και η πληροφορία προέρχεται από την απόγονο των Κουμποραίων και σύζυγο του Νίκου Ζωγράφου (Μπόνια) την Γιώτα που ζει στο Χρυσοβεργι . Ένας μύθος που ενδέχεται να έπλασε ο μεγάλος παραμυθάς της Κλεισούρας ο Νίκος Μπίζγας από την Παλαιομάνινα . Αυτός έπλασε και το παραμύθι για το φιδάκι και το αρνάκι. Μια μανά με το παιδί της και ένα αρνάκι νύχτωσε στην Κλεισούρα και σταμάτησε να περάσει την νύχτα τη ρίζα ενός βράχου. Ξαφνικά από ψηλά άρχισε να κατεβαίνει αργά αργά  ένα μεγάλο φίδι  . Τρόμαξε η μάνα και φώναξε στην Παναγία  
    Βοήθεια Παναγία μου...!
…και αυτή μαρμάρωσε το φίδι αλλά μαζί με το φίδι και το αρνάκι και έτσι σώθηκε η μάνα με το παιδί της . Εδω είναι διακριτό το στοιχείο μιας ήπιας μορφής,θυσίας που υπάρχει σε πολλές λαϊκές παραδώσεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Για να στεριώσει το καλό κάτι έπρεπε να θυσιαστεί και εδώ θυσιάστηκε το αρνάκι. Όλο τούτο το παραμύθι βασίστηκε στα ανάγλυφα του βράχου που έχει δημιουργήσει η φύση(σταλακτίτες ), και δεν ήταν το μοναδικό του.
 
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗ ΣΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ: Στην απέναντι από την εκκλησία πλευρά του φαραγγιού υπάρχει μια άλλη σπηλιά που ο θρύλος ήθελε να επικοινωνεί με τον Αι Νικόλα τον κρεμαστό. Σε αυτή την σπηλιά λέει χάθηκε ένας δάσκαλος με τα δασκαλούδια του γιατί όταν προχώρησαν στο βάθος της  ένα αεράκι έσβησε τα κεριά που κρατούσαν . Υπάρχει τάχα μου ένα υπόγειο ποτάμι και το ρεύμα που σχηματίζει τους παρέσυρε και τους ξέβρασε στην θάλασσα. Στην σπηλιά ανέβηκαν νεαροί από το Χρυσοβεργι και το μονό που είδαν ήταν ένα σμήνος από νυχτερίδες Όλα αυτά είναι ιστορίες αυτού του παραμυθά με τις όποιες καθήλωνε τους επισκέπτες στο μαγαζί του στην κλεισούρα κάνοντάς τους και ξενάγηση με το αζημίωτο φυσικά. Οι πληροφορίες αυτές πρόεκυψαν από την συζήτηση που είχα με τον ιερομόναχο Ιερόθεο Σπανομήτσο πριν κάποια χρόνια . Για την σπηλιά του Κουμπούρα η ανθρώπινη φαντασία έπλασε κι άλλες ιστορίες και αφορμή στάθηκε μια μεγάλη πέτρα που είχε στο κέντρο της την όποια κάποιοι μετακίνησαν και πως από κάτω της έκρυβε έναν μεγάλο θησαυρό!

ΤΟΥ ΚΑΡΑΛΗ: Αυτή δεν συνδέεται με κάποια παραμυθία , είναι μια απλή σπηλιά που έχει χρησιμοποιηθεί από βοσκούς .Τελευταίος ένοικος αυτής ο Νίκος Κούστας . Μάλλον το όνομα της το οφείλει  στη θέα της , καραούλι .

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ
Ήταν το πιο σημαντικό πέρασμα των Σιβιστιάνων  προς τον κάμπο . Βατό για τους ανθρώπους όχι όμως και για τα υποζύγια , γι’ αυτό πάντα τους βασάνιζε η σκέψη πως θα μπορέσουν να παρακάμψουν αυτό το φυσικό εμπόδιο . Δεν αρκούσε η πρόθεση και η προσωπική εργασία , όπως λέγονταν τότε ο εθελοντισμός . Χρειάζονταν μηχανήματα , τεχνογνωσία και χρήματα . Μονό η κοινότητα θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο έργο .  Ήταν όμως μοιρασμένη σε πάνω και κάτω χωριό . Πρόεδρος έβγαινε πάντα από το πάνω και κοίταζε περισσότερο τα προβλήματα των επάνω . Σκεφτήκαν λοιπόν να μονιάσουν για να κερδίσουν τις εκλογές και αφού τις κερδίσουν  σαν πρώτη προτεραιότητα θα ήταν η άρση του φυσικού εμποδίου που τους απέκλειε από τον κάμπο . Το σχέδιο τους δεν έμεινε κρυφό και κάποιος από τους επάνω τους κατάλαβε και έριξε το σύνθημα «χτυπάτε τους κάτω» .
Τελικά κατάφεραν να κερδίσουν την εκλογή και με επικεφαλής τον νέο πρόεδρο Πέτρο Στέλιο ρίχτηκαν στην μάχη υλοποίησης του σχεδίου. Έφεραν από την Κατοχή έναν εργολάβο ονόματι Λαγούδη έμπειρο μάστορα  στην χρήση της παραμίνας[1] και των εκρηκτικών ( φουρνέλων ) για να αναλάβει το έργο .Ταυτόχρονα από τους νέους υπήρξε μεγάλη πρόσφορα εθελοντικής εργασίας .
Η πρώτη προσπάθεια του εγχειρήματος ήταν απογοητευτική και επιδείνωσε το πρόβλημα
Η δεύτερη όμως ήταν επιτυχημένη . «Νομίσαμε πως άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο !» λέει ο Χριστόφορος Κατσαρός.
Το πέρασμα του φούρνου μετά την επέμβαση
Φωτογραφία της Μαρίας Ιωάννου 1/5/2020
Ο κόσμος ζούσε από τα καπνά. Ο τόπος όμως δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα φυτώρια  (φυντάνια) του καπνού γιατί έκανε κρύο και ούτε νάιλον  υπήρχαν τότε να τα σκεπάσουν και να δημιουργήσουν της κατάλληλες συνθήκες φυτρώματος του σπόρου . Αναγκάζονταν να κατεβαίνουν στο κάμπο , να φυτεύουν καπνά και σαν αντάλλαγμα να παίρνουν ότι φυτά περίσσευαν στις βραγιές ,να τα πηγαίνουν πάνω στο χωριό , για να κάνουν καλλιέργεια .
Μετά την επιτυχία του εγχειρήματος δόθηκε η δυνατότητα να κάνουν τα δικά τους σπορεία στον κάμπο και συγκεκριμένα στην Κούτρα και στην Κομμένη Μαγούλα  που υπήρχαν ρέματα και πήγες για να τα ποτίζουν . Ταυτόχρονα έβαζαν και τα κηπευτικά τους αφού είχαν νερό . Τον τόπο τον νοίκιαζαν από τους ντόπιους . Εκατό δραχμές ο κήπος . Έτσι ήταν μεταπολεμικά  ζωή των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου . Σκληρή και βασανιστική !
Οι πληροφορίες βασίζονται σε αφήγηση του Γιάννη και Χριστόφορου Κατσαρού καθώς και Πέτρου Νικολόπουλου  ένα σούρουπο πίνοντας τσιπουράκι στο καφενείο του Γιάννη στο Χαλίκι Αιτωλικού πριν μερικά χρόνια .

ΝΕΡΑΙΔΟΤΡΥΠΕΣ
Μια κόγχη σε ένα σχεδόν επίπεδο τοπίο , δίπλα σε ένα βαθύ ξερόρεμα με πυκνή βλάστηση δημιούργησε έναν θρύλο πως τάχα το βράδυ βαίνουν νεραΐδες και μπορεί να σου πάρουν τη μιλιά .
Θρύλος αποτρεπτικός για τα μικρά παιδιά  να προσεγγίσουν το σημείο και να κινδυνέψουν λόγω του απότομου του ρέματος καθότι η γονική επιμέλεια  ήταν ελλιπής , εξ αιτίας της πολύωρης απασχόλησης των γονιών  στα χωράφια .
 
Αυτές είναι μερικές από τις ιστορίες που πριν λίγα χρόνια κυριαρχούσαν στην τοπική λαϊκή αφήγηση της περιοχής γύρω από το φαράγγι της κλεισούρας

[1] Λεπτός πενταγωνικός λοστός για το άνοιγμα τρύπας στο βράχο  την όποια τρυπα γέμιζαν με εκρηκτική  ύλη .  

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Ο τσιγγάνος μουσικός στην Αιτωλοακαρνανία


Ζυγιά στον σιδηροδρομικό σταθμό Σταμνάς
πηγη φωτ. : Ομαδα fb Αιτωλίας και Ακαρνανίας
στο πέρασμα του χρόνου

Οι ‘’γύφτοι λαλητάδες‘’, αυτοί οι ‘’πλάστες οι μεγάλοι, που είναι τα έργα τους από ρυθμό κι από όνειρο’’, που έχουν τη μουσικότητα στα σπλάχνα τους, αποτέλεσαν και αποτελούν το βασικότερο και τον πιο σημαντικό παράγοντα, το ‘’προσάναμμα‘’ του κεφιού, σε κάθε γλέντι, σε κάθε χαροκόπι.

Οργανωμένοι σε ζυγιές ή κομπανίες γυρίζουν από πανηγύρι σε πανηγύρι, για να προσφέρουν τη διασκέδαση στους γλεντοκόπους και έχουν έναν, παράξενο θα λέγαμε, τρόπο να ‘’μυρίζονται‘’ τις κάθε λογής – λογής ξεφάντωσες, εμφανιζόμενοι ως ‘’από μηχανής θεός‘’ στους γάμους, στις βαφτίσεις και στα σπιτικά γλέντια.

Οι γύφτοι τη μουσική την έχουν από φυσικού τους. Δάσκαλος δεν τους χρειάζεται3 . Μαθαίνουν την τέχνη του οργάνου από πατέρα σε γιο κι από παππού σε εγγονό. ‘’Το όργανο είναι μεράκι της καρδιάς τους‘’4 . Άλλωστε, σε περιοχές ολόκληρες, η οργανική μουσική του τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των Γύφτων.

Οι ντόπιοι, επηρεασμένοι από την αντίληψη ότι είναι νοικοκυραίοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη, να πηγαί-νουν στα πανηγύρια, να στέκονται στη μέση του χορού και να τους κολλάνε οι άλλοι χωριανοί δεκάρες στο κούτελο όπως στους γύφτους, γιατί οι χορευτές, πάνω στο κέφι τους και τον ενθουσιασμό τους, για λόγους κυρίως επίδειξης, σάλιωναν τα νομίσματα και τα κολλούσαν στην ‘’μπάλα‘’, το μέτωπο του οργανοπαίχτη. Γι’ αυτό και η λέξη γύφτος έγινε συνώνυμη της λέξης οργανοπαίχτης και αυτός που κρατάει στα χέρια όργανο να λέγεται γύφτος. ‘’Ήρθαν οι γύφτοι‘’ σημαίνει ήρθαν τα όργανα.

Οι γύφτοι, με το οξύ μουσικό τους ένστικτο και το μεγάλο μουσικό τους πάθος, διακρίνονται για τον ωραίο ήχο τους και τη δεξιοτεχνία τους, ‘’που σου στραγγίζει το φυλλοκάρδι‘’5. Παρ’ όλη όμως τη δεξιοτεχνία τους, το αξιοσημείωτο είναι ότι ξέρουν τη θέση τους: παίζουν τη μουσική των τραγουδιών και χορών των διάφορων παραδόσεων κάνοντας αυτό που τους ζητάνε.

Παλιότερα οι οργανοπαίχτες αντιμετωπίζονταν από τους γλεντο-κόπους με αγένεια και πολλές φορές με απότομη συμπεριφορά όπως χαρακτηριστικά μας λένε και οι παρακάτω στίχοι:

‘’Βάρα, βρε γύφτε, δυνατά και φούσκωνε τα χείλια

μη σπάσω το ζουρνά.

Θέλω τραγούδι πηδητό, σα να μου παίζεις ζίλια

και το νταούλι να βαρεί μαζί διπλοβεργιά!6

Σήμερα όμως έχουν καλλίτερη μεταχείριση και κάποια προνόμια, έχουν ξέχωρη ύπαρξη।Στην Αιτωλοακαρνανία μεγάλα μουσικά κέντρα ήταν – και είναι – το Αγρίνιο, η Βόνιτσα, το Μεσολόγγι 7 και η Ναύπακτος 8, με ολόκληρους μαχαλάδες από γύφτους μουζικάντες।

Τα μουσικά σχήματα που έκαναν και κάνουν ακόμα έντονη την παρουσία τους στην περιοχή είναι η ζυγιά και η κομπανία.

Η λέξη ζυγιά σημαίνει ζευγάρι, συγκρότημα από δυο ή τρία κύρια όργανα.Είναι δηλαδή ένα ολιγοπρόσωπο λαϊκό συγκρότημα που απαρτίζεται από δυο ζουρνάδες και ένα νταούλι 9. Ο γύφτος σχημάτιζε τη ζυγιά είτε από την δικιά του αποκλειστικά τη φαμίλια ή από τις γύφτικες φαμίλιες του δικού του ή των διπλανών χωριών 10.

Η ζυγιά είναι από τα πιο παλιότερα μουσικά σχήματα που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα και κρατήθηκε, ιδίως στην ύπαιθρο, ίσαμε το τέλος της βασιλείας του Όθωνα και αποτελούνταν απο-κλειστικά από γύφτους. Στην Αιτωλοακαρνανία και συγκεκριμένα στην Νότια Αιτωλία αντέχει μέχρι σήμερα με σημαντικά κέντρα της το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι.

Εδώ η ζυγιά άκμασε και διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας χάρη στα ιδιότυπα λαϊκά πανηγύρια, που μόνο εδώ συναντιούνται, με κορυφαία αυτό του Αη – Συμιού, την Πεντηκοστή στο Μεσολόγγι και της Αγι’ – Αγάθης, στις 23 Αυγούστου στο Αιτωλικό. Στα πανηγύρια αυτά, με τον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα τους τον κυρίαρχο ρόλο τον έχει η ζυγιά και ο υπαίθριος χώρος τέλεσης αυτών, σε συνδυασμό με το συμβολικό περιεχόμενό τους, επιβάλλει τη χρήση οργάνων με οξείς και δυνατούς ήχους 11.

Οι πανηγυριστές οργανωμένοι σε παρέες αρματωμένων και κα-βαλαραίων, σύμφωνα με τα πρότυπα των κλέφτικων νταϊφάδων του ’21, ντύνονται τη λευκή φουστανέλα και αριαδιάζουν πάνω της με μια ορισμένη σειρά την ασημένια αρματωσιά, τα λεγόμενα άρματα. Η κάθε παρέα ‘’κλείνει‘’ για τις ανάγκες της διασκέδασής της και τη δικιά της ζυγιά.

Στη λαϊκή ορχήστρα της ζυγιάς τα όργανα είναι τρία: δυο ζουρνάδες και ένα νταούλι. Απ’ τους δυο ζουρνάδες μοναχά ο ένας παίζει τη μελωδία και ο γύφτος οργανοπαίχτης λέγεται ‘’μάστορας ή πριμαδόρος‘’. Αυτός είναι και ο αρχηγός της ζυγιάς. Ο άλλος ζουρνάς κρατάει απλώς το ίσο, δηλαδή το μπάσο και για τούτο ο παίχτης λέγεται μπασαδόρος.

Ο ζουρνάς, από τα αρχαία ακόμα χρόνια, υπήρξε ο πρωταγωνι-στής σε όλα τα πανηγύρια καθώς μόνο αυτός είχε τη δύναμη να γεμίζει με τους ήχους τον υπαίθριο χώρο των συγκεντρώσεων. Μέσα από τους ζουρνάδες φαίνεται ότι πέρασαν και σμιλεύτηκαν οι σκοποί της δημοτικής μας μουσικής ενός μεγάλου κομματιού του Ελλαδικού χώρου 12.

Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον αρχαίο ελληνικό αυλό, όρ-γανο με διπλό καλάμι (γλωσσίδι). Στην περιοχή του Μεσολογγίου ο-νομάζεται και καλάμι και φτιάχνεται στο μέγεθος των 20 εκ. από διάφορα ξύλα ή από κόκαλα μεγάλων πτηνών. Με τον οξύ και δυ-νατό του ήχο ο ζουρνάς συνδυάζει τη γλυκύτητα με την αγριότητα.

Ο γύφτος οργανοπαίχτης θα φτιάξει μόνος του το ζουρνά. Αφού ετοιμάσει το σωλήνα του οργάνου και φτιάξει και το στόμιό του, θα τοποθετήσει ύστερα τις τρύπες για τα δάχτυλα. Οι τρύπες θα ανοι-χτούν με βάση τούτη την αντίληψη: να πέφτουν άνετα και βολικά τα δάχτυλά του. Το αν θα είναι κουρντισμένο ή όχι το όργανο, ούτε το σκέφτεται ούτε τον ενδιαφέρει. Θα το κουρντίσει την ώρα που παίζει. Θα κανονίσει έτσι το φύσημά του και τα πιασίματα που κάνει, ώστε να βγάλει τις φωνές που θέλει 13.

Το παίξιμο του ζουρνά αποτελεί για τον γύφτο μια επίπονη προσπάθεια. Για να μπορέσει ο ήχος να βγαίνει συνεχής πρέπει αυτός να γνωρίζει πολύ καλά την καταπληκτική τεχνική της ‘’κυκλι-κής αναπνοής‘’. Ενώ παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα από τη μύτη αέρα και τον αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα. Τα μάγουλά του φου-σκώνουν από το πολύ φύσημα, τα μάτια γουρλώνουν και πετάγονται έξω και το πρόσωπό του γεμίζει ιδρώτα, εικόνα που πολύ παραστα-τικά μας τη δίνει ο Παλαμάς στο ‘’Δωδεκάλογο του Γύφτου‘’14.

κι είδα το πρόσωπο του γύφτου λαλητή

αλλασμένο και ωγκωμένο και πλατύ

και πανάθλιο κι από την ασκήμια

κι ήτανε λάχνιασμα και αγώνας

και άμοιαστη φοβέρα‘’.

Όργανο αχώριστο της ζυγιάς είναι και το νταούλι. Είναι αυτό που συνοδεύει του δυο ζουρνάδες και δίνει ξεχωριστό τόνο στο λαϊκό γλέντι. Για να ταιριάζει ο ήχος του με τον οξύ ήχο των μικρών ζουρνάδων κατασκευάζεται και αυτό μικρό. Λόγω του ξηρού όμως ήχου που παράγει λέγεται και τσοκάνι.

Δυο είναι τα χτυπήματα που κάνει ο νταουλιέρης: η διπλο-βεργιά στα γρήγορα τσάμικα και η κυριαρχία του νταουλόξυλου στα αργά. Μερικές φορές πάνω στο χορό σταματούν οι ζουρνάδες και παίζει μόνο του το νταούλι στον ίδιο ρυθμό. Είναι το λεγόμενο ξεροντάουλο.

Στα πανηγύρια των αρματωμένων οι γύφτοι μουζικάντες έχουν ένα δικό τους τρόπο για το ξεκίνημα του γλεντιού. Όλη τους η προσπάθεια επικεντρώνεται στο πως θα ξεσηκώσουν – μερακλώσουν τους πανηγυριστές, για να αποσπάσουν από αυτούς όσο το δυνατόν περισσότερα κεράσματα.

Αρχίζουν το γλέντι παίζοντας το εμβατήριο των αρματωμένων. Στη συνέχεια παίζουν ένα γρήγορο ταξίμι και το ‘’γυρίζουν’’ στο Καραβλάχικο, μια μελωδία που παίζεται στα ‘’έξι δάχτυλα‘’, για να περάσουν στη συνέχεια στη Γαλάτα, μουσικό κομμάτι αρκετά δύ-σκολο γιατί παίζεται στα ‘’τρία δάχτυλα‘’. Μπορεί ακόμα να παιχτεί και το Ράστ, ταξίμι μερακλίδικο.

Παίχτες της ζυγιάς, που με το παίξιμό τους στα τοπικά γλέντια άφησαν εποχή ήταν οι Ποδολοβιτσάνοι και οι Μεσολογγίτες γύφτοι.

Τέτοιοι ήταν: οι μάστοροι ζουρνατζήδες: Χρήστος Καραγιάννης, Ασημάκης Καραγιάννης, Νικόλαος Κουμπούρας, Κων/νος Σαλέας, Κων/νος Αριστόπουλος ή Κακαρούκας, Κων/νος Καραγιάννης και Ασημάκης Μπέκος, οι μπασαδόροι : Γεώργιος Σαλέας, Κων/νος Πα-νόπουλος, Δημοσθένης Μπέκος και οι νταουλιέρηδες Γιάννης Πα-νόπουλος, Μένιος Κούτρας, Γιάννης Ντόβας και ο Ασημάκης Κού-τρας.

Κορυφαίοι σήμερα μάστοροι περιζήτητοι στα τοπικά πανηγύρια είναι: ο Απόστολος Μπέκος ή Καλός, ο Γιάννης Μπέκος και ο Ηλίας Αριστόπουλος ή Κακαρούκας. Ανέφερα τελευταίο τον Αριστόπουλο γιατί προσωπικά τον θεωρώ ως τον καλλίτερο μάστορα του ζουρνά σήμερα στην Αιτωλοακαρνανία.

Η σύγχρονη όμως μουσική εξέλιξη έκανε τους ανθρώπους να μην ανέχονται πια, τον εκκωφαντικό ήχο του ζουρνά γι’ αυτό κι οι γύφτοι άφησαν τα παλιά όργανα κι έμαθαν να παίζουν βιολιά. Η παραδοσιακή ζυγιά έδωσε τη θέση της σε ένα πιο εξελιγμένο μου-σικό σχήμα, που αρχικά κράτησε το παλιό όνομα ‘’ζυγιά‘’ και απο-τελούνταν από νάγια, ένα – δυο βιολιά και από ένα μικρό ντέφι. Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα η σύνθεση της ζυγιάς αλλάζει, σχηματίζοντας έτσι την κουμπανία από βιολί, λαούτο και κλαρίνο. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, προστέθηκε σ’ αυτά και το σαντούρι 15/strong>.

Η κουμπανία είναι παρέα, ένας συνεταιρισμός, μια συντροφιά από διάφορα πρόσωπα που παίζουν μουσική. Τα όργανα της είναι όλα όργανα εξελιγμένα. Κουρντίζουν πάνω στις ευρωπαϊκές κλίμακες και έχουν ήχο μαλακό και ευέλικτο 16. Οι οργανοπαίχτες ήταν συνήθως από το ίδιο χωριό ή και συγγενείς αναμεταξύ τους. Συχνά όμως την αποτελούσαν και οργανοπαίχτες από γειτονικά χωριά. Αυτοί παλαιότερα δεν ήταν επαγγελματίες οργανοπαίχτες. Είχε ο καθένας τις δουλειές τους. Όταν επρόκειτο να γίνει γάμος, αρραβώνες ή σε μέρες γιορτερές, τοπικά πανηγύρια παρατάγανε τις δουλειές τους και συγκροτούσαν την κουμπανία.

Κάποια στιγμή δίπλα στις γύφτικες κουμπανίες άρχισαν να σχηματίζονται και κουμπανίες από ντόπιους οργανοπαίχτες. Η μετα-βολή αυτή σημειώθηκε κυρίως όταν η λαϊκή ορχήστρα άρχισε να εμπλουτίζεται με το βιολί και το κλαρίνο. Με την εξομοίωση όμως που είχε ο γύφτος με τον υπόλοιπο πληθυσμό του χωριού η μεικτή κουμπανία από γύφτους και ντόπιους δεν ήταν σπάνιο πράγμα.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κουμπανία τον έχει το κλαρίνο.

Στην Αιτωλοακαρνανία και συγκεκριμένα στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι το κλαρίνο πρωτοεμφανίζεται στη λαϊκή ορχήστρα γύρω στα 1890. Εδώ όμως η αντικατάσταση των μουσικών ήχων δεν έγινε τόσο εύκολα. Παρ’ όλο που τα νάγια ήταν ‘’να τ’ ακούς και να πεθαίνεις απ’ τη γλύκα‘’, το κλαρίνο πάλεψε με τη χοντρή φωνή του ζουρνά για να μπορέσει να επικρατήσει. Τη ‘’μάχη‘’ των δυο αυτών οργάνων ο κλαριτζής Κώστας Καραγιάννης την έδωσε με λίγα απλά λόγια: το κλαρίνο στην αρχή δεν το ήθελαν οι χωριανοί. Η καραμούζα είχε νταούλι και βάραγε, ενώ το κλαρίνο είχε λαούτο και δεν ακουγόταν. Οι πιο πλούσιοι παίρνανε κλαρίνα, οι πιο φτωχοί καραμούζα. Πάντως παραμεράγανε ο κόσμος για τα λεφτά. Το κλαρίνο ήταν το πιο ακριβό, η καραμούζα πιο φτηνή. Λίγο – λίγο, όμως η καραμούζα έφυγε από τον κόσμο’’17.

Στην περιοχή του Μεσολογγίου, στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, μπορούσε κανείς να συναντήσει και τα τρία μουσικά συγκρο-τήματα που αναφέραμε. Έχουμε δηλαδή τρία στάδια μουσικής εξέλιξης και ιστορίας το ένα δίπλα στο άλλο 18 .

Την περιοχή σηματοδοτεί από το 1892 η καλλιτεχνική πορεία και δράση του διάσημου Τουρκαλβανού κλαριντζή Νικολάκη Σου-λεϊμάνη (1848 – 1921). Ο Σουλεϊμάνης, αν και καταγόταν από το Λεσκοβίκι, γεννήθηκε στον Αλμυρό του Βόλου κι εγκαταστάθηκε μό-νιμα στη Δυτική Ρούμελη, όπου και παντρεύτηκε. Το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του το πέρασε στην Ήπειρο, στο Αγρίνιο, στο Μεσολόγγι και στο Μοριά.

Μερακλής και γλεντιστής, απ’ όπου πέρασε ο Σουλεϊμάνης άφησε εποχή. Άφησε πολλούς και καλούς μαθητές και άπειρους θαυμαστές. Όργωσε όλη την Ελλάδα. Δεν έμεινε περιοχή, δεν έμεινε καφέ – αμάν που να μην έπαιξε 19 .

Την ίδια περίπου εποχή ο Γιάννος Μόσχος ή Φουσκομπούκας (1845 – 1925) από τη Βόνιτσα, που έπαιζε νάι γύρω στα 1870 – 1875, παράτησε το νάι και πήρε κλαρίνο, ένα ‘’κλαρίνο άσπρο και μεγάλο‘’. Ο γιος του ο Κώστας (1878 – 1952), που γεννήθηκε στο Αιτωλικό, έμαθε κλαρίνο από πολύ μικρός. Έξι – εφτά χρονών ήταν που άρχισε και στα οχτώ του βγήκε να παίξει σε γάμο. Στο καφενείο του Κουζέλη στο Μεσολόγγι, που ήταν καφέ – αμάν έπαιξε πολλά χρόνια μαζί με τον Σουλεϊμάνη. Από τα δέκα παιδιά του όργανο παίζουν ο Χρήστος, βιολί και σαντούρι, και ο Αριστείδης, σαντούρι.

Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάνη και του Φουσκομπούκα το καλλίτερο κλαρίνο της περιοχής ήταν ο μαθητής του Σουλεϊμάνη, ο Χαράλαμπος Μαριέλης 20 .

Μεγάλος επίσης κλαρινίστας, περιζήτητος στο Ξηρόμερο, το Βάλτο, το Αγρίνιο και το Μεσολόγγι ήταν, παλιότερα, και ο Νίκος Τζάρας (1892 – 1942). Ο Νίκος Τζάρας σε ηλικία 15 χρόνων έφυγε από τα Γιάννενα και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βόνιτσα, για να περάσει στη συνέχεια στην Πρέβεζα. Έμαθε να παίζει κλαρίνο από τον πατέρα του. Το όνομά του άρχισε να γίνεται ευρύτατα γνωστό μετά το 1925. Μαθητής του ήταν ο Βασίλης Μπεσίρης ή Τουρκοβασίλης.

Στην περιοχή έπαιξαν σε πανηγύρια και γάμους και οι τελευ-ταίοι μεγάλοι οργανοπαίχτες από τις σκλήθρες των Χαλακαίων, από τα Γιάννενα και των Σουκαίων από την Άρτα.

Σήμερα η Αιτωλοακαρνανία έχει να επιδείξει πολλούς σπουδαίους τσιγγάνους λαϊκούς οργανοπαίχτες, γνωστούς για το παίξιμό τους και πέρα από τα όρια του νομού.

Γνωστοί στο πανελλήνιο είναι οι κλαριτζήδες Νίκος, Γιώργος και Γιάννης Βασιλόπουλος και ο Κώστας Αριστόπουλος, οι οποίοι παίζουν σε παραδοσιακά καταστήματα των Αθηνών.

Οργανοπαίχτες που παίζουν σήμερα ‘’καλό‘’ κλαρίνο στα πανη-γύρια και τους γάμους είναι: ο Ηλίας Αριστόπουλος, ο Θύμιος Αρι-στόπουλος, τα παιδιά του Κώστας, Γεράσιμος και Γιώργος, ο Βαγγέ-λης Κοκκώνης και Νίκος θεοδωρόπουλος 21 .

Τους σκοπούς της πλούσιας λαϊκής μας μουσικής παράδοσης, ανάμεικτους με τα κουδούνια των κοπαδιών, τους γρύλους, το κε-λάρυσμα του ρυακιού, τ’ αηδονολάλημα, τον αχό της θάλασσας, μας τους φυλάξανε οι λαϊκοί –γύφτοι και μη – οργανοπαίχτες. Εκείνοι με το πάθος και την αγάπη τους διασώσανε και δίνουν την φλόγα της παράδοσης από γενιά σε γενιά, σαν παρακαταθήκη.

Η ομορφιά των δημοτικών μας τραγουδιών, η διατήρησή τους και το αναφρεσκάρισμα είναι βέβαια έργο του λαού αλλά με απα-ραίτητο συνεργάτη το γύφτο οργανοπαίχτη. Ο λαός τα εμπνεύστηκε, τα δημιούργησε, οι γύφτοι όμως τα φορμάρισαν, τα μορφοποίησαν και τα διατήρησαν ατόφια και ολοζώντανα 22 .

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες με το κλαρίνο, το βιολί, το σαντούρι, το νταούλι, το ζουρνά, το λαούτο, τη φλογέρα, δεν άφησαν τη δη-μοτική μουσική να ξεχαστεί και να ξεφτίσει. Στάθηκαν και στέκονται αιμοδότες της γνήσιας μουσικής παράδοσης και δένουν άρρηκτα το χθες με το σήμερα. Πολλοί από αυτούς, που μίλησαν γνήσια κι ανόθευτα στην ψυχή του λαού, αναδείχτηκαν, δοξάστηκαν, αγαπήθηκαν, πέρασαν τα όνομά τους πάνω από τη λησμονιά 23 .

Κ’ ήρθαν κ’ οι πλάστες οι μεγάλοι

που είναι τα έργα τους από ήχο

κ’ από ρυθμό κ’ απ’ όνειρο είναι

κ’ ήρθαν κ’ οι γύφτοι λαλητάδες

…………………………………………………….

κ’ ήρθαν κ’ οι γύφτοι μουσικοί 24 .


Σημειώσεις


1. Κωστή Παλαμά, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Ζ΄, Αθήναι 1950, σελ. 117.

2. Ό.π.

3. Κομζιάς Γεώργιος (1999), ‘’Το πανηγύρι της Αγι’ – Αγάθης ‘’, σελ. 111, Ασημακόπουλος , Μεσολόγγι

4. Βιργινία Φουσκουμπούκα. Από το βιβλίο της Δέσποινας Μαζαράκη ‘’Το λαϊκό καλρίνο στην Ελλάδα‘’

5. ό,π. Δέσποινα Μαζαράκη

6. Λαλαπάνος Θωμάς, από το βιβλίο του Κ. Σ. Κώνστα

7. Μαζαράκη Δέσποινα (1984), ‘’Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα‘’, σελ. 33, Β΄ έκδοση, ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα

8. Γιαννακόπουλος Τάκης (1979), ‘’οι Γύφτοι και το Δημοτικό μας τρα-γούδι ‘’,σελ. 14, ‘’ΑΤΕΡΜΩΝ‘’, Αθήναι

9. ό.π. Κομζιάς Γεώργιος

10. ό.π. Γιανακόπουλος Τάκης

11. ό.π. Κομζιάς Γεώργιος, σελ. 117

12. Παπαδάκης Γεώργιος (1999), ‘Όργανα και οργανοπαίχτες ‘’, Αρχείο Ρα-διοφώνου

13. Μαζαράκη Δέσποινα, σελ. 18.

14. Κ.Σ. Κ.ωνστας, Βλέπε και Γ.χ. Κομζιάς ‘’Το πανηγύρι της Αγι’ – Αγά-θης‘’, σελ. 123 – 124.

15. Δεσποινα Μαζαράκη , σελ. 21.

16. Δεσποινα Μαζαράκη , σελ. 21

17. Κ.Σ. Κώνστας, σελ. 358.

18. Δέσποινα Μαζαράκη, σελ. 37.

19. Δέσποινα Μαζαράκη, σελ. 36

20. Δέσποινα Μαζαράκη, σελ. 34

21. Ηλίας Αριστόπουλος, Αγρίνιο λαϊκός οργανοπαίχτης

22. Γιαννακόπουλος Τάκης, Βλέπε και Γ.Χ.Κομζιάς, σελ. 114.

23. Μιχάλης Τσώνης, ‘’Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες‘’, περιοδικό ΜΟΥΣΙΚΗ, 1977 – 78.

24. Κωστής Παλαμάς.


Γεώργιος Κομζιάς

Δάσκαλος, Λαογράφος, Συγγραφέας, Ερευνητής και Δάσκαλος Παραδοσιακών Χορών

radioaetos.com


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ


Τα χαρίσματα ήταν έθιμο της λαϊκής μας παράδοσης και είχε σχέση με το χτίσιμο του σπιτιού .Το χτίσιμο ξεκινούσε με θυσία του κόκορα στα θεμέλια του σπιτιού και έκλεινε με τον αγιασμό όταν ήταν έτοιμο για να μπει η οικογένεια μέσα. 

Ενδιάμεσα αυτών των δυο και όταν το σπίτι έφτανε στη σκεπή  και πριν την τοποθέτηση των κεραμιδιών, ήταν τα χαρίσματα (δώρα) για τους μαστόρους . Το έθιμο είναι πολύ παλιό και απαντάτε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας . Αναφέρεται ακόμη και στην εποχή του Βυζαντίου. Το μετέφεραν τα μπουλούκια . Τα μπουλούκια αποτελούνταν όχι μόνο από τους χτίστες αλλά και από τους νταμαδόρους , που έβγαζαν την πέτρα ,τους πελεκυτές  της πέτρας , τους μεταφορείς με τα μουλάρια τους , τα μαχτήδια κ.α. , Αν ο νοικοκύρης ήταν τσιγκούνης και δεν έδινε δώρα ή δεν τους κερνούσε  τσίπουρο , ρακή  ή κρασί ,τον περνούσαν από γενεές δεκατέσσερεις με βρισιές και σχόλια , που δεν καταλάβαινε γιατί μιλούσαν τη δική τους γλώσσα , τη μαστορική .

 Ο πρωτομάστορας έστεινε έναν ξύλινο σταυρό προς την ανατολή και ένα ξύλινο  φλάμπουρο πάνω στο οποίο κρεμούσε τα δώρα των νοικοκυρέων , των συγγενών και των γειτόνων  του χωριού . Ήταν συνήθως μαντήλια απαραίτητα στο σκούπισμα του ιδρώτα των χτιστών.

Ο πρωτομάστορας φώναζε από ψηλά να ακουστεί σε όλο το χωριό το όνομα του δωρητή και διάφορα παινέματα για το δώρο .

Στην περιοχή του Χρυσοβεργίου υπήρχε στα χείλη των παλιών η φράση ,για κάποιον που φώναζε δυνατά , τι φωνάζει έτσι αυτός τα χαρίσματα λέει ! 

Στην πορεία πήρε άλλες μόρφες . Στο χτίσιμο του δημοτικού σχολείου την δεκαετία του τριάντα ,οι γυναίκες του χωριού , εκ περιτροπής,  μαγείρευαν για τους μαστόρους . Ένα είδος προσφοράς δηλαδή σχετικό με τα χαρίσματα .Το έθιμο υπήρχε και στην ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου  για το οποίο  ο Κ. Παλαμάς έχει γράψει και το
σχετικό ποίημα .


Μάστορα, καλορίζικο το νιοχτισμένο σπίτι !
Μ' ανθόκλαδα το στόλισες κι' απάνου ειν' η κορφη του
τριγυριστή με φλάμπουρα και χτυπητά σινιάλα
λογής-λογής τα καρτεράς της γειτονιάς τα δώρα ,
μέσα απ' το ψήλος της σκεπής να ο βροντοφωνάξης.
Κι εγώ σου στέλνω χάρισμα μαντήλι κεντημένο
με της καρδιάς το μάλαμα, του πόθου το μετάξι .
που κέντησα τον έρωτα τον πετροκαταλύτη ,
τον έρωτα που χύμηξε μέσα από μαύρα μάτια 
τα μάτια της Παρασκεύης , της ώριας ψυχοκόρης.
της σκλάβας , που είν' ασκλάβωτη και ψυχικό δεν κάνει .
Μάστορ', ανέβα στο γιαπί και κράξε απ' την κορφή του:
Χίλια καλώς μας όρισε , παιδί ,το χαρισμά σου
να κάμει ο θεός κι Παναγιά κατά το θέλημά σου
 κι' η ψυχοκορ' η απόνετη να σε ψυχοπονέση !
Θα το γρικήσ' η γειτονιά, θα το βουίξ η χώρα ,
τα περιβόλια στ΄ Αντλικό , στο Μισολόγγι οι μώλοι
και στο γιβάρι του ο ψαράς τραγούδι θα το κάμει .
Θα σκάσουν οι αδερφάδες μου κι΄ η μάνα μου κι΄ ο κύρης,
Παρασκευή , θ' αλαφιαστής κι΄ από θυμό θ΄ ανάψεις 
και θα τρανέψ' η φλόγα μου κι' αντάμα κι' η ομορφιά σου 

 

Κείμενο βασιμένο σε άρθρο του Κώνστα 

          φώτο από διαδύκτιο 



Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ

Ίχνη της θεμελίωσης του καστελλιού 

Ο Μαυροκορδάτος για να εξασφάλιση τον εφοδιασμό του Αιτωλικού με νερό σκέφτηκε να κατασκευάσει οχυρωματικό έργο στο σημείο της υδροληψίας στην Έξω Χώρα .

«… ο Κύριος Μαυροκορδάτος συνέλαβε την ιδέαν να κατασκευάσει , δια να δύναται εις περιστάσεις πολιορκίας μ’ ολίγους ανθρώπους να το φυλάττη , και επομένως να μην υστερηθεί νερού το Ανατολικόν.» γράφει ο Σπυρομίλιος στα απομνημονεύματα του .

Λόγω έλλειψης χρημάτων και μέσων  το έργο έμεινε ημιτελές .

Οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την ιδέα να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Ρεζίτ Πασά στην Γουριά , όταν περνούσαν τον Αχελώο , καθ’ ότι ήταν περίπου σαράντα χιλιάδες στρατός έναντι χιλίων,  και  αποσύρθηκαν στο Αιτωλικό .

Στο ημιτελές αυτό οχυρό  μετά από σύσκεψη των οπλαρχηγών αποφασίστηκε να αντιμετωπίσουν την κάθοδο των εχθρών που αναγκαστικά θα περνούσαν από το σημείο

Το οχυρό είχε τριγωνική μορφή και περιβάλλονταν από τάφρο και είχε τρεις θέσεις για κανόνια . Πολύ μικρό για να χωρέσει τα τριακόσια άτομα του στρατιωτικού σώματος του βρίσκονταν στο Αιτωλικό . Αποφασίστηκε να χωριστούν σε ομάδες οι οποίες εκ περιτροπής θα φρουρούσαν το σημείο και όσοι δεν είχαν υπηρεσία να μένουν στο Αιτωλικό για να ξεκουράζονται.

Στις 15 Απριλίου ήρθαν τρία κανόνια από το Μεσολόγγι και ενώ προσπαθούσαν να τα τοποθετήσουν στο οχυρό , φάνηκε εχθρική δύναμη ιππικού με πεζούς και φορτηγά ζώα που μετέφεραν τον εξοπλισμό του στρατιωτικού σώματος. Το πεζικό κατέλαβε το ύψωμα πάνω από την πηγή του Κεφαλοβρύσου για να ελέγχει τον δρόμο και το ιππικό με το πυροβολικό προχώρησε να περάσει το στενό πέρασμα . Η παρεμπόδιση δεν ήταν επαρκής διότι τα κανόνια ήταν σχεδιασμένα για προμαχώνες και όχι για τον κάμπο , όπως γράφει ο Σπυρομίλιος .

Την άλλη μέρα φάνηκε άλλη εχθρική δύναμη , μικρότερη , την οποία οι υπερασπιστές του καστελλιού εκτίμησαν πως μπορούν να αντιμετωπίσουν. Βγήκαν και τους περίμεναν στο σημείο που το πέρασμα ήταν στενό και έδωσαν μάχη οπού σκοτώθηκε ο επικεφαλής πασάς .Υποχώρησαν τελικά με αρκετά λάφυρα πάλι στο οχυρό.

Ο δάσκαλος Στούμπος που υπηρετούσε στο Κεφαλόβρυσο το 1953 – 54  γνώριζε την θέση του καστελλιού και πάντα πήγαινε τους μαθητές εκδρομή για να δουν την ντάπια όπως την έλεγε και τα ρύζια που ήταν σπαρμένα στην Έξω Χώρα . Στο σημείο υπάρχει τσιμεντένια βάση επί της οποίας ο Νίκος Βαγενάς τοποθετούσε μια αντλιτική μηχανή για το πότισμα του ρυζιού .

Το 1965-66 η περιοχή μοιράστηκε σε ακτήμονες χωρίς καμιά πρόνοια η περιοχή να μείνει εκτός διανομής και το 1982 διάφορες χωματουργικές εργασίες μπάζωσαν μεγάλος μέρος της τάφρου που περιέβαλε το καστέλλι .

Σήμερα υπάρχει μόνο ένα μικρό μέρος της θεμελίωσης του καστελλιού όπως το έλεγε ο Σπυρομίλιος ή της ντάπιας όπως την έλεγε ο δάσκαλος Στούμπος .

Υ.Γ. Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο το Μεσολόγγι 1825 -1826 του Σπυρουμίλιου  και τον Ψαθά Δημήτριο κάτοικο Κεφαλοβρύσου μαζί με τον οποίο επισκέφθηκα το σημείο .

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Εγγειοβελτιωτικά έργα περιοχής κάτω Αχελώου


Τα εγγειοβελτιωτικά έργα της περιοχής του Κάτω Αχελώου ήταν ένα σημαντικό έργο που πρόσφερε πολλά στην αγροτική παραγωγή της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά ταυτόχρονα και ένα έργο από το οποίο, δυστυχώς ,απουσίαζε παντελώς η περιβαλλοντολογική ευαισθησία, άγνωστη έννοια εκείνη την εποχή, που σχέδιο της  ήταν η αποξήρανση της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού και διατάραξε ανεπανόρθωτα  το σημαντικό οικοσύστημα της. Τα έργα μελετήθηκαν από την κυβέρνηση Παπάγου αρχάς της δεκαετίας του 1950 και ενώ ήταν προγραμματισμένα να τελειώσουν σε μια δεκαετία ,τέλειωσαν επί χούντας και στην κοινή ιστορική μνήμη έμειναν ως έργα δικά της. Πολλά από τα προβλεπόμενα δεν πραγματοποιήθηκαν .Μεταξύ αυτών και η κατασκευή υδροηλεκτρικού σταθμού στην έξοδο της σήραγγας της Λυσιμαχείας και το αρδευτικό δίκτυο του Χρυσοβεργίου το όποιο δεν λειτούργησε πότε.
Στο τεύχος του υπουργείου συντονισμού του 1954 που σας παρουσιάζουμε θα βρείτε σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την μελέτη και την φιλοσοφία του έργου.



Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ (Το αρχαιότερο παραμύθι της Αιτωλίας )


Ενα παραμύθι που κατέγραψε ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος το 1914 στο Κεφαλόβρυσο Αιτωλίας οχι μακρυά από την Καλυδώνα και έδωσε στον Ι.Θ. Κακριδή . Προφανώς πρόκειται για το Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού.

  
''Μιά μάνα ἔκανε πολλά παιδιά ,ἄλλα δέν τής ἔζηγαν . Ἔκαμε πολλά παιδιά ἄλλα τόμου γενούνταν τά παιδιά , σέ λίγο πέθαιναν. Ἔρχουνταν, βλέπεις , οι Μοῖρες καί  τά’παιρναν . Ἠ κακομοίρα αὐτήνη δέν ἤξερε τί νά κάμει . Κίνησε φορτώνενη πίσω , γιά νά κάμει καί τό τελευταο .Χλίβονταν κι ἔλεγε :
- Τί θέλω νά τό κάνω ; Σάματι θά μού ζήσει ;
Ἤρθε καιρός, γέννησε καί τό τελευταίο αὐτό παιδί κι ἦταν σερνικό. Ὅμορφο παιδάκι,  ὄσο νά πεῖς! 
Σκέφτηκε ἡ κακομοίρα ἡ μάνα : Θά κάτσω αὔπνη .Τήν νύχτα πού θά ‘ρχονται οἱ Μοῖρες θά παραφυλάξω να δῶ τί θά ποῦνε γι΄αυτό .Θά κάνω τάχα πώς κοιμοῦμαι , γιά νά μή μέ πάρουνε χαμπέρι. 
Ἔτσι ἔκαμε δά τό βράδυ ἔκατσε κοντά στή σαρμανίτσα . Ἔκαμε τάχα πώς κοιμόνταν .Ἤθελε νά ἀκούσει τί θά νά 'λεγαν οἱ Μοῖρες . Παραμόνευε. καί τόμου ἦρθαν εκεῖνες , λαούτιασε  ντίπ  ἔκανε τάχα πώς κοιμᾶται κι ἔβαλε αὐτι .
Νά οἱ Μοῖρες , ἧρθαν , ἦταν τρεῖς . Κουλούρωσαν τό παιδί .Ἡ Μιά στάθηκε καταποπάνω ἀπό τό κεφάλι του, ἡ ἄλλη δεξιά κι ἡ ἄλλη ζερβά . Ἡ μανά τού παιδιού ἦταν λίγο παραπερούλια τσιουλιασμένη κάθουνταν σαουριασμένη, τάχα πώς κοιμόνταν, κι ἄκουσε τίς Μοῖρες νά λέν. Ἡ πρώτη, ὁπού καθούνταν ἀποπάνω ἀπ’το καφάλι, εἶπε:
-Νά πεθάνει ἐτούνη τή στιγμή !  Ἡ δεύτερη  εἶπε:
-Ὄχι ὀρή ! Τῆς πήραμε τόσα παιδιά τῆς καημένης ! Νά τῆς τ’ ἀφήκουμε τοῦτο ! Εἶναι κρίμα !
- Ὄχι, λέει πίσω ἡ πρώτη, πρέπει νά τό πάρουμε τωραγιᾶς κιόλα !
-Ἀκοῦστε καί μένα, λέει ἡ Τρίτη ἐγώ λέω να πεθάνει , τόμους ἀποκαεῖ αὑτεῖνο το δαυλί πού καίεται στό τζάκι τωραγιά !
-Ἄ, ἔτσι ἄς γένει, εἶπαν τότε κι οἱ ἄλλες δυό Μοῖρες.
Ἄπάνω πού μοίραναν οἱ Μοῖρες τό παιδί, ἔκλεισαν τή φυλλάδα τους έκεῖ - ὄ,τι ἔγραψαν ,ἔγραψαν μαθές – κι ἔφυγαν , πᾶνε, χάθηκαν . Σηκώνεται τότε ἡ μάνα του ,πιλαλώντας , πηδάει ,ἀδράχνει ἔνα τσουκάλι νερό, πῆρε τό δαυλί, τό’σβησε , τό τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τό’βαλε στόν πάτο στήν κασέλα της. Τό κλείδωσε κειμέσα καί τό φύλαγε καλύτερα απ’ τά μάτια της.
Ἔτσι τό παιδί γλίτωσε. Γίνηκε τρανό σιγά σιγά κι ἦταν μιά χαρά , ἀντρούκλας ὥς κειπάνω. Παντρεύτηκε, πῆρε μιά γυναίκα, ἔκαμε παιδιά – κι αὐτά μαθέ…
Πέρασαν χρόνια , γέρασε ἡ μάνα του κι ἦρθε ὁ καιρός της νά παιθάνει.
 Ὤς τότε δέ μαρτύρησε ντίπ, οὔτε στόν γέροντά της εἶπε τίποτα γιά τό δαυλί , μούτε καί στό παιδί . Τόμου κατάλαβε τό θάνατό της ἡ γριά , κάλεσε τή νύφη της καί τῆς λέει :
-Νυφούλα μου , τό καί τό… τῆς μολόγησε  ὄλο τό βιός . Πάρε λοιπόν αὐτό τό δαυλί , εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀντρός σου . Τήραξε νά μήν καεῖ , γιατί πάει… Νά τό φυλᾶς σάν τά μάτια σου, ὄπως τό φύλαγα κι ἐγώ . Κλείδωσ’το μέσα στήν κασέλα σου . Οὔτε νά μαρτυρήσεις τίποτα σέ κανέναν , οὔτε καί στόν ἄντρα σου ἀκόμα . Κι ἄμα ἔρθει ὁ καιρός καί γεράσει ντίπ ὁ ἄντρας σου καί πρέπει τότες νά πεθάνει καί  δέ βγαίνει ἡ ψυχούλα του καί δέ θέλεις νά τυραγνιέται , τότε βάνεις τό δαυλί στή φωτιά νά καεῖ . Καίγοντας αὐτό , θά βγεῖ κι ἡ ψυχή του.
Πέθανε ἡ γριά . Δευτέρα πέρασε – πολύς λίγος καιρός , δέν ξέρω πόσος . Μιά μέρα ὁ νέος μάλωσε μέ τη γυναίκα του , ἀλογοποίησαν ἐκεῖ .
-Ἄιτε καί σέ φκιάνω ἐγώ , τοῦ λέει ἡ γυναίκα του . Σέ ξεκάνω μ’ἔνα λουλούδι . Παίρνει τότε τό δαυλί ἡ γυναίκα του, τό βάνει στή φωτιά καί καίγεται . Ταμάμ χώνεψε τό δαυλί , ὁ νέος πάει πέθανε , καί σοῦ φέρνω κι ἐγώ τά μαντάτα του.''

Απο το βιβλιο του Ι.Θ. ΚΑΚΡΙΔΗ
 ''ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ''
 Εκδοση του Μορφωτικου Ιδρυματος της Εθνικης Τραπεζας

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Γράφει ο Γάλλος περιηγητής M. Raoul de Malherde για την κλεισουρα

Πρόσφατα κυκλοφόρησε βίντεο που κατέγραφε την διαδρομή δια μέσου του φαραγγιού. Κάποιοι είχαμε δει τότε ένα κτίσμα το οποίο ψάχναμε να δούμε τι είναι. Μια μαρτυρία ενός κατοίκου από τα  Φραγκουλέικα, - Θόδωρος Χονδρογιάννης που δούλευε στο καμίνι - μας έλυσε την απορία . Το καμίνι του Γαλανόπουλου ήταν . Καμίνι υπήρχε αλλά αυτό που δείχνει η φωτογραφία είναι άλλο πράγμα. Δεν είναι καμίνι.
Έψαξα τους ξένους περιηγητές που πέρασαν από εδώ να δω τι έγραψαν και βρήκα μια σημαντική μαρτυρία .
Γράφει ο Γάλλος περιηγητής M. Raoul de Malherde που διέβη το φαράγγι το 1834 (Βιβλίο :Η Αιτωλοακαρνανία με τα μάτια των περιηγητών Ευθύμιος Α .Πριόβολος σελ.185 )

''Στην έξοδο του στενού δεξιά ήταν τα ερείπια δυο πύργων που φύλαγαν κάποτε το πέρασμα ''

Ποιάς όμως εποχής ήταν αυτοί οι πύργοι ; Επίσης η μαρτυρία μας λέγει πως ήταν στο δεξιό μέρος του δρόμου .Μήπως ο δεύτερος πύργος είναι η Καζάρμα ;Πάντως από την λιθοδομή τους δεν μοιάζουν να είναι της ίδιας εποχής .

Υ.Γ. Σύμφωνα με μαρτυρίες  αν δεν είχε επέμβει η αρχαιολογία ούτε ο πύργος της Καζάρμας θα υπήρχε σήμερα , καθ΄οτι οι κάτοικοι για να χτίσουν τα σπίτια τους ξήλωναν τις λαξευμένες πέτρες.
Ίσως έτσι να χάθηκε και ο πύργος της φωτογραφίας !

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Χρυσοβέργι 1987 - Μέρος 2


Τελικά αποφάσισα να ανεβάσω και το δεύτερο μέρος του βίντεο που έχων στα χέρια αρκετά χρόνια τώρα .Ο δισταγμός είχε σχέση με τις άσχημες εικόνες σχετικά με την συμπεριφορά απέναντι στα ζώα και μάλιστα ζώα σε αιχμαλωσία.Δυστυχώς αυτή η πρακτική ήταν γυμνή από ευαισθησία απέναντι στα ζώα .Δυστυχώς...
Οι άνθρωποι  αλλάζουνε ! Μεγαλώνουν ! Ο πολιτισμός τους προχωράει και καλό είναι στο διάβα τους να κοιτάζουν και προς τα πίσω .
Ακολουθούν τον δρόμο της πολυπόθητης θέωσης ,για συνεχίζουν το στρατί της βαρβαρότητας ;
Ένα ντοκουμέντο επιβεβαίωση του δημώδους άσματος  ''Τουτη γης που την πατουμε ολοι μεσα θε να μπουμε ''

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΧΡΥΣΟΒΕΡΓΙ

«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη».

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η θεά Αθηνά ήταν η εφευρέτρια της υφαντικής τέχνης, προστάτιδα των καλών τεχνών και της χειροτεχνίας. Στη υφαντική όμως δεν δεχόταν να την ξεπεράσει κανείς. Το τόλμησε η κόρη ενός βαφέα νημάτων από τη Ιωνία και την μεταμόρφωσε σε αράχνη . Οι άνθρωποι αξιοποίησαν το θειο δώρο για τις ανάγκες τους και στην μακραίωνη ιστορία τους τα προϊόντα της υφαντικής τέχνης έλυσαν πολλά από τα προβλήματα της καθημερινότητας τους.
Η Σπύραινα η Μπαλαινα, χήρα από τα εικοσιτέσσερα της χρόνια με τεσσάρα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, έπρεπε να βρει τρόπο να τα βγάλει πέρα. Σαν εγκαταστάθηκε από την Τσεκλίστα στο Χρυσοβέργι έστειλε την μια της κόρη , την Ελένη ,στην Σκόνδραινα στο Αιτωλικό για να μάθειαργαλειό. Ένα χρόνο έκατσε η Ελένη κοντά της και έγινε από τις καλύτερες υφάντριες του χωριού. Αυτή έμαθε και την αδελφή της τη Μαρία. Κοντά στην Σκόνρδαινα ύφανε το πρώτο της υφαντό.Πλήρωσε για αυτό .
«Έστησα τον αργαλειό μου σε μια καλύβα», αφηγείται η Μαρία «και όποτε έβρισκα ώρα ύφαινα. Το πρωί στο λόγγο για ξύλα, να τα πάω ζαλίγκα στ΄Αντιλκό, να πάρω δυο δεκάρες για να φέρω λίγο λαδάκι και ψωμί για να φάμε και το βράδυ με το λύχνο στο υφάδι. Ύφανα τα προικιά μου με μαλλιά, που μου έδωναν κάτι Βλάχοι που ήταν στο κτήμα του Θόδωρου του Μπλίκα .Είχα φούρνο και τους ζύμωνα ψωμί και αυτοί μου έδωναν μαλλιά. Τα έπλυνα ,τα έξανα στη Λανάρα στο Αιτωλικό ,τα έγνεθα και τα έβαφα μόνη μου.Για να φτιάξω ένα κιλίμι ήθελα δώδεκα οκάδες μαλλιά. Για μια βελέντζα δυο με τρεις οκάδες. Τις παραγγελίες που είχα όταν τις τελείωνα τις φορτωνόμουν ζαλιγκα και τις πήγαινα η ίδια. Τα σχέδια τα ξεσήκωνα από βιβλίο άλλα μετά τα έμαθα απ’ έξω.Και τώρα να μου δώσεις αργαλειό τα φτιάχνω! Είχα μεγάλη «πυρ’» για το υφάδι. Έκανα τουβλάκι , βεντάλια και άλλα πολλά. Εκείνο που δεν έχω κάνει είναι τσέργα. Ούτε το Αγγλικό έκανα. Πληρωνόμουν καλά για τη δουλειά μου, δεν έχω παράπονο .Σήμερα, στα ογδόντα εφτα μου χρόνια, απορώ πού έβρισκα τόσο κουράγιο. Έχω το μπαούλο γεμάτο και τους έχω βάλει χαμομήλι και νυχάκι για τον σκόρο. Σαν το έχω ; Καμία δεν στρώνει τώρα κιλίμια .Χαμένα θα πάνε !»
Υπήρχαν κι άλλες υφάντριες άλλα η Ελένη και η Μαρία ήταν από τις καλύτερες. Τα υφαντά τους στέκονταν όρθια!
Ο Κανέλος Βασίλειος στο βιβλίο του ‘’Του αργαλειού τα πάθη και τα καλη ‘’ γράφει :

Ο αργαλειός, το καμάρι του σπιτιού και της νοικοκυράς, που παλιότερα γνώρισε στιγμές εξαιρετικής άνθισης και δόξας, σιγά-σιγά ψυχοράγισε και καταχωνιάστηκε στη λησμονιά του πανδαμάτορα χρόνου, περνώντας πια στην ανάμνηση. Ο αχός του αργαλειού σώπασε πια και μαζί το γλυκό τραγούδι της υφάντρας κόρης. Όλα πια βουβάθηκαν, συμπαρασύροντας στη λήθη έναν ολόκληρο λαϊκό πολιτισμό που οι ρίζες του φθάνουν πολύ μακριά, στον κόσμο των μύθων, ηρώων και θεών.

Συναισθανόμενος την πορεία του αργαλειού μέσα στο χρόνο ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος και κατά κόσμον Νικόλαος Ψαριανός, εξαίρετος λογοτέχνης-ποιητής, συνέθεσε το 1937, το παρακάτω ποίημα για τον αργαλειό, το οποίο φαντάζει αρκετά προφητικό. Ας το χαρούμε:


Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ

Ριχτός σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος
ο παλιωμένος αργαλειός,
μέσ’ στης γιαγιάς το εργαστήρι,
έρμος σιωπά και μοναχός.
Έρμος σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος. 
Άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι
και πρώτος ήταν στα προικιά
ο αργαλειός, χρυσογραμμένος
και τον καμάρωνε η γιαγιά,
άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι.
Τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα
ολημερίς στον αργαλειό.
Τα ξακουστά και ζηλεμένα
πρώτα προικιά μέσ’ στο χωριό,
τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα.
Μα τώρα τα κορίτσια μας θεωρούνε
ντροπή να υφάνουνε «πανιά!..»
και τον παλιό αργαλειό πετούνε
σε μια αποσκότεινη γωνιά,
γιατί ντροπή να υφάνουνε θεωρούνε.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε·
στον τωρινόνε τον καιρό
έμαθε ό κόσμος να μην έχει
προς τα παλιά πια σεβασμό.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε.
Θάρθει καιρός και πάλι να μιλήσεις,
τότε που ο κόσμος θα στραφεί
για να εκτιμήσει ό, τι χλευάζει.
Μετά από μια καταστροφή
τότε, αργαλειέ, και πάλι θα μιλήσεις.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Λάμπρος Βούρτσας με βιολάκι ...

Ο Βούρτσας με τον Σκούρτα 
Τακτικός επισκέπτης του χωριού μας ο Λάμπρος Βούρτσας .Ορμώμενος από την Κρέντη της Ευρυτανίας πάντα κατέληγε στα Σκουρτέικα. Πατριώτης γαρ με τον Μήτσο Σκούρτα !

                      Λάμπρο Βούρτσα μου Λεβέντη / Δεν σε χώρεσε η Κρέντη

τραγουδούσε ο Ζορμπάς της Κρεντης με το βιολί του στα καφενεία και τα ταβερνεία του χωριού
Το βασικό του στέκι  ήταν το ''Κολωνακι''. Μετά το τρίτο ,τέταρτο κατρούτσο άρχιζε να ξεδιπλώνει το μουσικό του ταλέντο
                     Λάμπρος Βούρτσας με βιολάκι / Τραγουδάει στο Κολωνάκι                                                                         
Και όσο προχωρούσε η ώρα και προχωρούσε  και το μεθύσι έβγαζε και τα εσώψυχα του 
                   
                    Λάμπρο Βούρτσα είναι κρίμα / Τρεις γυναίκες να χεις θύμα 

Μια μέρα μετά το πέρας της κρασοκατάνυξης πέρασε τη γέφυρα του Κόμματά και γραμμή για το Σκουρτέικο.Λίγο πιο κει από το πέρασμά του ήταν δεμένος και νυχτοβοσκούσε ο γάιδαρος του Ρούμπα .Φύσαγε  τις μύτες του το γαϊδουράκι και ο Λάμπρος νόμισε πως κάποιος τον κυνηγά .Γέμισε τις τσέπες του με πέτρες και κάθε τόσο έριχνε και από μια στο δεμένο γάιδαρο   .Όταν έφτασε στο σπίτι άδειασε τις τσέπες του , ακούμπησε τις πέτρες στο πρεβάζι του παραθύρου μονολογόντας .
Θα μ' κάνεις έμενα φρουστ΄

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η Πρωταπριλιά στην Ελληνική Λαογραφία!



Η Πρωταπριλιά στην Ελληνική Λαογραφία!

prwtaprilia-psemmata Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος

Στη νεοελληνική λαογραφία, ο Απρίλιος έχει πολλές ονομασίες: Λέγεται Απρίλης, Ανοιχτοδέντρης, Ανθοφόρος, Αηγιωργίτης και Λαμπριάτης, επειδή μέσα στις 30 μέρες που έχει, συμπίπτουν οι μεγάλες γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Πάσχα. Αλλά, επειδή ο μήνας αυτός είναι ακόμη ο μήνας που φέρνει μαζί του την Άνοιξη που ανοίγουν τα φύλλα των δέντρων και τα λουλούδια ονομάστηκε Απρίλιος από το λατινικό ρήμα aperio = ανοίγω (aperio, aperire = ανοίγω), δηλαδή ο Απρίλιος είναι ο μήνας που ανοίγουν, ανθίζουν τα κλαριά και γενικά τα λουλούδια.

Κατά την πρώτη Απριλίου γίνονται τα «Πρωταπριλιάτικα γελάσματα». Το πρωταπριλιάτικο ψέμα. Το έθιμο ξεκινάει από την προχριαστιανική εποχή. Οι αρχαίοι Θρακιώτες τσοπάνηδες τις πρώτες ημέρες της ανοίξεως, είχαν τη συνήθεια να διαδίδουν ότι τάχα τους έκλεψαν τα πρόβατα. Η έννοια της «κλεψιάς» είχε μεταφορική σημασία. Με αυτό εννοούσαν, ότι, τώρα που ήρθε η Άνοιξη, τα πρόβατά τους χάνονταν στις καταπράσινες πλαγιές και τα λαγκάδια. Τους τα «έκλεβε», δηλαδή, η ακατάλυτη ομορφιά της φύσεως. Πολλοί, βέβαια, υποστηρίζουν πως τα «Πρωταπριλιάτικα ψέματα» μας ήρθαν από τη Δύση.

Αυτό, βέβαια, για μας δεν έχει σημασία. Εμείς μια φορά, ξέρουμε, ότι το έθιμο είναι του τόπου μας, όπως και τόσα άλλα γνήσια ελληνικά έθιμα, που οι ξένοι τα θεωρούν δικά τους.

Οι παλιοί Αθηναίοι, μάλιστα, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στην… Πρωταπριλιά. Μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, έκαναν διάφορες αθώες φάρσες μεταξύ τους για να γελάσουν.

Μόνον μια φορά, ένας Αθηναίος ο Ιωάννης Πετροχείλης, για να τρομάξει τους γείτονές του, μάζεψε κρυφά, στο πίσω μέρος του σπιτιού του, κάτι άχρηστα καλύμματα από στρώματα, τα γέμισε με άχυρα, τους έβαλε φωτιά και ύστερα άρχισε να καλεί σε βοήθεια…

Οι γείτονες, όμως, που είχαν μυριστεί το παιχνίδι του τον άφησαν να φωνάζει, ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Αλλά η φωτιά απλώθηκε, φούντωσε και το αποτέλεσμα ήταν να καούν τα μισά Αναφιώτικα, αφού αποτελούνταν όλη η συνοικία από ξύλινα σπίτια.

Τα Αναφιώτικα είναι συνοικία των Αθηνών στη Βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Ονομάστηκε έτσι, γιατί οι πρώτοι κάτοικοι που έχτισαν σπίτια στο χώρο αυτό ήρθαν από το μικρό νησί των Κυκλάδων, που λέγεται Ανάφη. Και σήμερα έτσι ονομάζεται η συνοικία αυτή.
Αυτή είναι η πυρκαγιά της 1ης Απριλίου του 1837, που αναφέρουν στα βιβλία τους οι παλαιοί Αθηναιογράφοι.

Την πρώτη Απριλίου του 1863 αγγέλθηκε από την Αθήνα στην ελληνική παροικία του Μάντζεστερ η εκλογή του βασιλιά Γεωργίου του Α’. Το αποτέλεσμα ήταν να μη το πιστέψει κανείς, παρόλο που το τηλεγράφημα, που τους έστειλαν ήταν κατευθείαν από την Ελληνική Κυβέρνηση. Το θεώρησαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα.

Γι’ αυτό και η απάντηση ήταν ανάλογη. Η παροικία του Μάντζεστερ, την ίδια μέρα έστειλε την λακωνική της απάντηση: «Και του… χρόνου με υγείαν!». Φυσικά, οι εδώ αρμόδιοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι εσήμαινε η απάντηση αυτή και έσπαγαν το κεφάλι τους για να καταλάβουν. Όταν, επιτέλους, μαθεύτηκε η παρεξήγηση, έπειτα από μερικές μέρες, όλη η Αθήνα γέλασε με την καρδιά της.

Τότε ακριβώς, δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό της εποχής «Πανδώρα», ένα ποίημα, που άρχιζε ως εξής: Δεν ήταν άκουσμα πλαστόν της πρώτης Απριλίου, δεν ήτο τηλεγράφημα και τούτο ομοιάζον τα όσα των διπλωματών ο κάλαμος χελυάζων τας τόσας προσδοκίας μας, να διαδίδ’ ηξίου.

Γενικά, ο Απρίλιος είναι ένας από τους ωραιότερους μήνες του χρόνου. Ανάμεσα στα άλλα καλά που έχει, η βροχή του θεωρείται πολύ ευεργετική για τις καλλιέργειες και τα χωράφια των γεωργών. Γι’ αυτό και οι γεωργοί έχουν πολλές παροιμίες: «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά (βροχές) και ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό πόχει πολλά σπαρμένα».

Και άλλη παροιμία λέει: «Τον Απρίλη η γης φουντώνει και ο ζευγάς την καμαρώνει».

Άλλη πάλι λέει: «Άσπαρτο, αν σε βρει ο Απρίλης και του χρόνου δεν θα σπείρεις». Σε κάθε περιοχή υπάρχουν πολλές και διάφορες παραδόσεις.

Ακόμα και σήμερα, σε διάφορα χωριά της Ελλάδας, πιστεύουν πως το βρόχινο νερό της Πρωταπριλιάς, κάνει καλό στους πυρετούς. Ρίχνει τον πυρετό.

Στην παλιά Αθήνα, πάλι, όταν έβρεχε την Πρωταπριλιά, οι κοπέλες μάζευαν μέσα σε ασημένια δοχεία, τα λεγόμενα ασημένια τάσια, το νερό, για να λουστούν με αυτό. Όχι μόνον έκανε τα μαλλιά μεταξένια, αλλά εξαφάνιζε και τις… ριτίδες από το πρόσωπο. Έτσι πίστευαν.

Όλο τον Απρίλιο, σε πολλά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, τα κορίτσια φορούσαν στο δεξί τους πόδι μια κόκκινη κορδελίτσα, οι αρραβωνιασμένες φορούσαν άσπρη κορδελίτσα, οι παντρεμένες φορούσαν μια γκρίζα ή καφέ και οι χήρες μαύρη.

Στην Κύπρο, κατά την πρώτη Απριλίου, που την λένε «Πρωτόπεφτον τ’ Απρίλη», δεν επιτρέπεται να απλώσει κανείς στον ήλιο άσπρα ρούχα, ούτε να βγάλει από το σπίτι του σιδερένιο εργαλείο. Γιατί πιστεύουν πως «αναθεμελιώνεται», δηλαδή καταστρέφεται η τύχη του σπιτιού. Την ημέρα αυτή κανείς δεν πρέπει να σκάβει τη γη γιατί «σκάβει το λάκκο του». Με άλλα λόγια, στρέφεται εναντίον της υγείας του και της προόδου του.

Σε σύγκριση με τον Μάιο «ο Απρίλης έχει τη δροσιά κι ο Μάης τα λουλούδια». Μία άλλη, όμως, παροιμία λέει: «Τριαντάφυλλα τ’ Απρίλη, σαν της κοπελιάς τα χείλη». Και μια τρίτη παροιμία συμπληρώνει: «Όλα τα ρόδα ειν’ όμορφα, μα του Απριλιού λωλαίνουν» (=τρελαίνουν)!

Γ’ αυτούς που ταξιδεύουν, λένε ότι, πριν από τις 18 Απριλίου, η θάλασσα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Μετά, όμως, υπάρχει απόλυτη σιγουριά: «Απριλίου δεκαοχτώ, νά’ χεις το μάτι σου ανοιχτό, πέρασαν οι δεκαοχτώ, άραζε και σ’ ένα αυγό». Γιατί, πραγματικά, κατά την λαϊκή μετεωρολογία, το τελευταίο όριο του χειμώνα είναι η 18η Απριλίου.

Αλλά πολύ συχνά συμβαίνει να πέσει βαρύς χειμώνας, ώστε να ψοφίσουν πάνω στην «επώαση», και οι γνωστές για την αντοχή τους πέρδικες. Γι’ αυτό και η παράδοση λέει: «Και τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αυγό».

Όπως οι Καθολικοί θεωρούν τον Μάιο ως μήνα της Παναγίας, έτσι και οι Ορθόδοξοι Έλληνες του παλαιού καιρού, της είχαν αφιερώσει τον Απρίλιο. Γι’ αυτό όλον τον Απρίλιο οι εκκλησίες ήταν ανοιχτές και ανθοστολισμένες.

Υπάρχει και ένα τραγουδάκι, που το έλεγαν οι κοπέλες, όπως γράφει η «ανθολογία δημοτικών τραγουδιών της Καρπάθου».

Παναγιά ανθοστολισμένη, Παναγίτσα του Χριστού, μικρή μάνα λυπημένη του Ιησού του γελαστού, τώρα θα χαμογελάσεις, με την πρώτη τ’ Απριλιού, Παναγίτσα του Ιησού…

Στις 23 Απριλίου η Ορθοδοξία τιμά τη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου. Ο Άγιος Γεώργιος τιμάται ιδιαίτερα από τους ποιμένες και τους τσελιγκάδες. Σ’ αυτό συντέλεσε το γεγονός ότι η γιορτή συμπίπτει με την εποχή που οι ποιμένες αφήνουν τα χειμαδιά και φεύγουν για τα βουνά, που είναι τα καλοκαιρινά βοσκοτόπια τους, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους και να τυροκομήσουν.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Άγιο Δημήτριο 26 Οκτωβρίου, όταν ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τα βουνά και να επιστρέψουν στα χειμαδιά.

Ο Αηγιώργης ανήκει στους δημοφιλέστερους αγίους και εορτάζεται πανηγυρικά σε όλη την Ελλάδα. Στα τραγούδια του Ελληνικού λαού ο Άγιος Γεώργιος είναι ο δρακοντοκτόνος που σκοτώνει το θεριό με το κοντάρι του, για να αφήσει το νερό της πολιτείας να τρέξει. Γι’ αυτόν το λόγο τον λατρεύουν και οι τούρκοι της Μικράς Ασίας τον Άγιο Γεώργιο. Σε νησί της Προποντίδας που υπάρχει ναός του, περιμένουν στην ουρά για να πάρουν αγίασμα, όταν γιορτάζει…

Η σπουδαία Επιστήμων Λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη στο σύγγραμμά της «Σαρακατσάνοι» (1957) γράφει: «Οι δύο μεγάλες γιορτές των Σαρακατσαναίων, του Αη – Γιώργη και του Αη – Δημητρίου… επισημαίνουν τον ποιμενικό χρόνο. Αποτελούν μία από τις ποιμενικές πρωτοχρονιές». Πραγματικά οι ποιμένες και οι τσελιγκάδες στις 23 Απριλίου ξεκινούν για τα ορεινά βοσκοτόπια του καλοκαιριού. Αντίθετα, στις 26 Οκτωβρίου εορτή του Αγίου Δημητρίου, παίρνουν το δρόμο για τους κάμπους, για τα χειμαδιά.

Υπάρχουν πολλά δημοτικά τραγούδια αφιερωμένα στον Αη – Γιώργη. Παρουσιάζεται όμορφος και χρυσοκαβαλάρης αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι και σκότωσε το θεριό, το δράκο σε ένα βαθύ πηγάδι

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 

 Στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας τον Γιάννη Γούναρη διαδέχτηκε ο Πανάρετος Παλαμάς. Μια φυσιογνωμία που περισσότερο θύμιζε στρατιώτη  και σε καμιά περίπτωση μονάχο. “ Εκτός της γενειάδας και του καλογερικού του σκούφου, τίποτα άλλο δεν φανέρωνε σχέση αυτού του ανθρώπου με την θεολογία και τον μοναχισμό” αναφέρει ο Δημήτριος Βικέλας στο βιβλίο του «Από Νικοπόλεως Εις Ολυμπία». Ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ο αναμορφωτής του Μοναστηριού. Επί των ημερών του αναδείχτηκε και κατέστη, εκτός από πόλος προσκυνήματος , και σημαντικός προορισμός αναψυχής. Εκτός της τέλεσης γάμων και βαπτίσεων , παρά πολλές εκδρομές  γίνονταν εδώ. Με όρεξη και επιμονή εξορμούσε στα γύρω χωριά  και ζητούσε την συνδρομή τους στην υλοποίηση του οράματος του. Σημαντική ήταν η προσφορά του δημάρχου Ωλένου στην δικαιοδοσία του οποίου ήταν το μοναστήρι. Βλέποντας ο κόσμος τα λεφτά να πιάνουν τόπο  στην επομένη εξόρμηση του συμμετείχαν ακόμη περισσότεροι.
Κατασκεύασε κελιά για να καταλύουν οι προσκυνητές από τα γύρω χωριά ,μάλιστα κάθε κελί αντιστοιχούσε και σε χωριό που οι κάτοικοί του συμμετείχαν στην προσπάθεια του. Να σημειώσουμε πως κάποια χρονιά, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα που η καλλιέργεια του καπνού ήταν επιτυχημένη και  υπήρξε μεγάλη ανάγκη αποθηκευτικού χώρου  , καπνοπαραγωγοί του Χρυσοβεργίου εξυπηρετηθήκαν στα κελιά αυτά[1]. Με μια γενναία χρηματοδότηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη  κατασκεύασε δεξαμενή νερού και ξενώνα στον οποίο βρήκαν φιλοξενία πολλοί επώνυμοι. Κάποιες φιλοξενίες τις προκάλεσε και οργάνωσε ο ίδιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  ο Γερμανός Πρίγκιπας Βερνάρδος  Σαξ –Μάινιγγεν . Αυτόν τον Γερμανό  τον περιέφερε ο Αγγελοκαστρίτης  πολιτευτής Γουλιμής στα χωριά της περιφέρειας, για να δείξει στους  υποψήφιους ψηφοφόρους  πόσο σημαντικές γνωριμίες είχε στο εξωτερικό. Ο Πανάρετος του μήνυσε να τον φέρει στο μοναστήρι να  τον γνωρίσει και τον φιλοξενήσει . Η υποδοχή έγινε στην είσοδο του βορινού στομίου του φαραγγιού. Ακροβόλισε  γνωστούς του  κρυμμένους πίσω από τα δένδρα και όταν έφτασε η αποστολή σείστηκε το φαράγγι από τις ομοβροντίες των γκράδων. «Πίσω ! πίσω !», φώναξε ο Γερμανός . «Πάμε να φύγουμε !» Πετάγεται ο Πανάρετος Παλαμάς και του φωνάζει:« Μη φοβάσαι ! Αρχιληστής εδώ είμαι μόνο  εγώ !»
Η τρομάρα του Γερμανού ήταν τέτοια που ούτε που σκέφτηκε να διανυκτερεύσει. Με ένα νεύμα του ο Παλαμάς έδιωξε του αγωγιάτες και έτσι εξαναγκάστηκε να μείνει στον ξενώνα του μοναστηρίου .Καταευχαριστήθηκε ο Γερμανός πρίγκιπας από την φιλοξενία και θέλησε να αφήσει ένα σεβαστό ποσό στο μοναστήρι . «Την φιλοξενία εμείς οι Ρωμιοί δεν την πουλάμε, εξοχότατε!», του λέει ο Παλαμάς. «Αν θέλεις να με ευχαριστήσεις μπορείς όταν πας στην χώρα σου να μου στείλεις ένα πιστόλι.» Και πράγματι,  μια μέρα ο Πανάρετος έλαβε ένα πιστόλι. Πάντα  τον γοήτευε η επαφή με τα όπλα των οποίων υπήρξε καλός χειριστής.  Με τον γκρα του μπορούσε άνετα να ¨κατεβάσει ¨ γίδα από την απέναντι πλευρά του φαραγγιού , έλεγαν παλιοί Χρυσοβεργιώτες[2] .Γκρίνιαζε και τσακώνονταν με

τους τσοπάνηδες που δεν πρόσεχαν τα ζώα τους και έβοσκαν  μέσα στο φαράγγι και πολλές φορές άδειασε τον γκρα του πάνω τους. Μέχρι που εξασφάλισε την απαγόρευση της βοσκής!
Η εξωραϊστική προσπάθεια του Παλαμά συνεχίστηκε σε ένα άλλο εγκαταλελειμμένο εξωκκλήσι που και αυτό την ημέρα της γιορτής του το επισκέπτονταν πολύς κόσμος, μιας και εκεί γίνονταν το ιστορικό πανηγύρι της Σταμνάς και του Αιτωλικού στην Αγιά Αγάθη. Δεν μπόρεσε όμως γιατί τον βρήκε ο θάνατος .
Ποιος ήταν όμως ο Πανάρετος Παλαμάς που περισσότερο έμοιαζε με πολεμιστή παρά με μονάχο; Ο Παλαμάς κατάγονταν από την γνωστή  οικογένεια των Παλαμάδων του Μεσολογγίου, την ίδια με του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά.  Η νιότης του ήταν πολυτάραχη και έκνομη. Μαρτυρία από την προφορική παράδοση , την όποια επικαλείται ο Νικόλαος Γρηγορόπουλος , δάσκαλος από την Σκοπιά Ευρυτανίας  στο βιβλίο του για την ιστορία του χωριού του, βρίσκουμε τον Πανάρετο Παλαμά λήσταρχο στα βουνά της Ευρυτανίας να κρύβεται από τα αποσπάσματα της χωροφυλακής και να φέρεται βίαια στον Τριαντάφυλλο Πανογιώργο  γιατί δεν του έδωσε τις σχετικές πληροφορίες που ήθελε για την θέση των αποσπασμάτων .   Επίσης, ο Κ.Σ. Κώνστας αναφέρει δημοσίευμα του περιοδικού «Νέα Εστία» .ταμ. 4 /1928 κατά το οποίο ο Παλαμάς ληστοκρατούσε την περιοχή και για να γλυτώσει το τομάρι του πέρασε στην επαναστατημένη Κρήτη και συμμετείχε στα αντάρτικα . Άραξε μετά στην Κλεισούρα και αυτοχειροτονήθηκε ηγούμενος! Απόκομμα του δημοσίου ταμείου Μεσολογγίου που βρέθηκε μετά τον θάνατο του στο κελί του, αναφέρει πως εξόφλησε το χρέος του και είναι ελεύθερος .Που σημαίνει πως  είχε συλληφθεί και ήταν φυλακισμένος.  Όταν πέθανε στις  22/8/1891 την επομένη όλα τα οικήματα στην Αγιά Λεούσα σφραγιστήκαν. Μετά από δυο μήνες ο προσωρινός επίτροπος και κάτοικος του Άγιου Ηλία έκανε αίτηση στον γραμματέα του ειρηνοδικείου Αιτωλικού, Παναγιώτη Τραυλό ,και μαζί με τους Χρυσοβεργιώτες  Αθανάσιο  Αχυράκη ,γεωργό, και τον Δημήτριο Γούναρη[1], παντοπώλη , καθώς και με τους, επίσης Χρυσοβεργιώτες,  Γεώργιο Μπλίκα και Θεόδωρο Κανάτα για εκτιμητές πήγαν στην Αγιά Λεούσα ,ξεσφράγισαν τα οικήματα και  κατέγραψαν την περιουσία του, η οποία αποτιμήθηκε στις δυόμισι χιλιάδες δραχμές. Μεταξύ των αντικείμενων του ήταν και δυο τόμοι του λεξικού της χωροφυλακής , ο κανονισμός της χωροφυλακής , κανονισμός των απαιτήσεων των λογαριασμών του πεζικού, εγχειρίδιο των προγυμναστών της βολής , μια πέτσινη θήκη περιστρόφου, ένα άδειο κουτί από φυσίγγια  γκρα, ένα γιαταγάνι με αργυρή λαβή και πέτσινη θήκη και το απόκομμα του δημόσιου ταμείου που προαναφέρθηκε . Πράγματα άσχετα με ένα μονάχο αλλά και πειστήρια που επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες  για την έκνομη δράση του κατά την διάρκεια της νεότητας του .
 
Π. Ακρίδας 29/9/2016



[1] Σχετικά με το όνομα Γούναρης δεν υπάρχει κάποια πληροφορία από τους παλιούς πως υπήρξε στο Χρυσοβέργι  τέτοιο όνομα ενώ το, Κανάτας, Μπλίκας και Αχυράκης , υπάρχουν και σήμερα.  


[1] Φώτης Πολίτης: Κάτοικος Χρυσοβεργίου Από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του στον γράφοντα  
[2] Φώτης Ε. Ακρίδας .Κάτοικος Χρυσοβεργίου. Από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του στον γράφοντα 

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Στιγμές του 1974

Μεσολόγγι 1974
Χρήστος Ακρίδας  όρθιος τρίτος από δεξιά  

Το τρανζιστοράκι δεν ήταν πολυτέλεια ανάγκη ήταν για το ξενύσταγμα . Αν είχαμε μπαταρίες το κουβαλούσαμε και στα καπνοτόπια . Όταν γέμιζε η καλάθα, μαζί με την τελευταία αγκαλιά κι αυτό μέσα και από πάνω το καπνοσκούτι .
Σαν τα χέρια μας κατάμαυρο από την  κόλλα και πιο πολύ το κουμπί των σταθμών !
Και  στο αρμάθιασμα δίπλα μας για συντροφιά. 
Να μην προσκυνάμε από τη νύστα και τρυπάμε τα δάχτυλα μας με την βελόνα  
Οι πιο καλές λήψεις του Μεσολογγίου , Αμαλιάδας και Πύργου. 
Δέναμε και ένα σύρμα στην κεραία να πιάσουμε κάνα πειρατικό..... Κάτι κάναμε !
Τον  μονότονο  ρυθμό μας τον διέκοψαν τα δημοτικά τραγούδια. 
Παντού δημοτικά και μετά εμβατήρια
Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο και η χούντα κήρυξε γενική επιστράτευση.
Ο Χρήστος έπρεπε να παρουσιαστεί στο Μεσολόγγι . Τρία παιδιά , με το μικρότερο στην κούνια , δέκα επτά στρέμματα καπνό και είκοσι μανάρια .
Κάπνισε το κεφάλι του. Που να τα αφήσει αυτά !
Φίλησε τη γυναίκα του ,τα δυο του κορίτσια...έπιασε από τις μασχάλες το αγόρι ,το σήκωσε όρθιο ,το κούνησε δυο φορές σαν να 'θελε να το μεγαλώσει πριν την ώρα του ,το φίλησε και έφυγε ! 
Ο κόσμος όμως δεν άφησε να πάει τίποτα χαμένο. Όλοι μαζί  τον σήκωσαν τον καπνό από το χωράφι.
Ήταν τότε που όλοι  βράζαμε  στο ίδιο καζάνι και ο ένας συμπονούσε τον άλλον . 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Η επιστολή του Παναή στη Φρειδερίκη

 
Από επίσκεψη στο νοσοκομείο Άγιος Σάββας
όπου νοσηλεύονταν ο Γιάννης Πανογεώργος 
Στη κορυφή μπορεί και να είναι εύκολο  να φτάσεις .Το δύσκολο όμως είναι να κρατηθείς .Εκεί χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι άρχοντες του κάθε χωριού όταν ζητούσαν την ψήφο  του κόσμου  στον αγώνα τους για την κατάκτηση της προεδρίας.Ο ψηφοφόρος απαιτούσε να τον θυμάσαι  και μετά την κάλπη .
Αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Παναής - κατά κόσμον Νικόλαος Πολίτης.Δεν είναι τυχαία η επί σειρά ετών, θητεία του στη προεδρεία  του χωριού! Έπρεπε

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Ο κυρ Μίμης

Αντράκλας δυο μέτρα ο κυρ Μίμης .Αρκάς στη καταγωγή και ψηλός σαν το Ταΰγετο .  Ευθυτενής και αγέρωχος που όταν πέρναγε ίσκιωνε ο τόπος που λένε ! Αγαπητός σε  όλους ! Πολύ αγαπητός .
Στο καφενείο μικροί  μεγάλοι ήθελαν να κάτσουν μαζί του γιατί τους άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Αργός, βαρύς ,κοσμοπολίτικος  και  καλαμπουρτζής ......!
Πολύ καλαμπουρτζής ο κυρ Μίμης. Και ασυμβίβαστος. Στην Εθνική Αντίσταση όργωσε τα βουνά του Μοριά κυνηγώντας τους φασίστες κατακτητές της πατρίδας του. Μετά τον πόλεμο γύρισε  όλο τον τόπο πουλώντας φανελοσώβρακα στα παζάρια . Γνώρισε τη Μάρω,την παντρεύτηκε και έκτοτε άραξε στο χωριό.
Πως να βολευτεί όμως μέσα στο  σπίτι  που είχε μάθει να γυρίζει όλη την Ελλάδα
Έτσι κάθε μέρα, κατά το απόβραδο στο καφενείο του μπάρμπα Μήτρου του Μπλίκα,  μαζί με άλλους απ το χωριό ,γίνονταν παρέα και έπαιζε  τη δηλωτή του. Μετά μπύρα!
Τις χρονιάρες μέρες ,όπως η πρωτοχρονιά ,το χόντρυναν λιγάκι ,για το καλό λέει .Έπαιζαν στούκι , και έκλειναν των Φώτων για να τα φωτίσουν , λέει !

Μια φορά εκεί που έπαιζαν τριάντα ένα, λέει κάποιος από την παρέα 
 -Κάποιος καίγεται !
- Εγώ καίγομαι λέει ο κυρ Μίμης και κατεβάζει τα χαρτιά του
- Όρε κάτι μυρίζει ....Μίμη καίγεσαι ;
Κάνει έτσι ο κυρ Μίμης...Από την τσέπη του σακακιού του έβγαινε καπνός .
- Όρε καίγομαι στ΄ Αλήθεια !!!
Είχε πέσει η καύτρα του τσιγάρου του μέσα και δεν το χε πάρει χαμπάρι .

Μια άλλη φορά στην καφετέρια του Ζάχου έλεγε για τον Κολοκοτρώνη .Κάθε λίγο και λιγάκι ο Σπύρος ο Βασιλείου πετάγονταν και τον διέκοπτε .
Φόρτωνε ο κυρ Μίμης αλλά έκανε υπομονή .Μετά από λίγο πάλι πετάγονταν ο Σπύρος.
Και που λέτε παιδιά σε μια μάχη, λέει ο Κολοκοτρώνης. Που πάτε ορέ Έλληνες !
Ο κυρ Μίμης που εκτός των άλλων δεν σήκωνε  μύγα στο σπαθί του αντάριασε !  Σηκώνεται όρθιος και με ένα νεύρο λέει στο Σπύρο που ήταν στο μπόι ένα και εξήντα . 
- Ήσουνα εκεί Σπύρο Βασιλείου ή θα σου γαμήσω κάνα κώλο !
Έγινε μολόϊμα !
Είχε μια μαγεία η εποχή εκείνη στα καφενεία του χωριού .Τώρα με τον πολιτισμό της καφετέριας .... χάθηκαν οι γενιές .Μεγάλωσε το χάσμα !