«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη».
Σύμφωνα με την
Ελληνική μυθολογία η θεά Αθηνά ήταν η εφευρέτρια της υφαντικής τέχνης, προστάτιδα
των καλών τεχνών και της χειροτεχνίας. Στη υφαντική όμως δεν δεχόταν να την
ξεπεράσει κανείς. Το τόλμησε η κόρη ενός βαφέα νημάτων από τη Ιωνία και την
μεταμόρφωσε σε αράχνη . Οι άνθρωποι αξιοποίησαν το θειο δώρο για τις ανάγκες
τους και στην μακραίωνη ιστορία τους τα προϊόντα της υφαντικής τέχνης έλυσαν
πολλά από τα προβλήματα της καθημερινότητας τους.
Η Σπύραινα η Μπαλαινα,
χήρα από τα εικοσιτέσσερα της χρόνια με τεσσάρα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι,
έπρεπε να βρει τρόπο να τα βγάλει πέρα. Σαν εγκαταστάθηκε από την Τσεκλίστα στο
Χρυσοβέργι έστειλε την μια της κόρη , την Ελένη ,στην Σκόνδραινα στο Αιτωλικό
για να μάθειαργαλειό. Ένα χρόνο έκατσε η Ελένη κοντά της και έγινε από τις
καλύτερες υφάντριες του χωριού. Αυτή έμαθε και την αδελφή της τη Μαρία. Κοντά
στην Σκόνρδαινα ύφανε το πρώτο της υφαντό.Πλήρωσε για αυτό .
«Έστησα τον
αργαλειό μου σε μια καλύβα», αφηγείται η Μαρία «και όποτε έβρισκα ώρα ύφαινα.
Το πρωί στο λόγγο για ξύλα, να τα πάω ζαλίγκα στ΄Αντιλκό, να πάρω δυο δεκάρες
για να φέρω λίγο λαδάκι και ψωμί για να φάμε και το βράδυ με το λύχνο στο
υφάδι. Ύφανα τα προικιά μου με μαλλιά, που μου έδωναν κάτι Βλάχοι που ήταν στο κτήμα
του Θόδωρου του Μπλίκα .Είχα φούρνο και τους ζύμωνα ψωμί και αυτοί μου έδωναν
μαλλιά. Τα έπλυνα ,τα έξανα στη Λανάρα στο Αιτωλικό ,τα έγνεθα και τα έβαφα
μόνη μου.Για να φτιάξω ένα κιλίμι ήθελα δώδεκα οκάδες μαλλιά. Για μια βελέντζα
δυο με τρεις οκάδες. Τις παραγγελίες που είχα όταν τις τελείωνα τις φορτωνόμουν
ζαλιγκα και τις πήγαινα η ίδια. Τα σχέδια τα ξεσήκωνα από βιβλίο άλλα μετά τα
έμαθα απ’ έξω.Και τώρα να μου δώσεις αργαλειό τα φτιάχνω! Είχα μεγάλη «πυρ’»
για το υφάδι. Έκανα τουβλάκι , βεντάλια και άλλα πολλά. Εκείνο που δεν έχω
κάνει είναι τσέργα. Ούτε το Αγγλικό έκανα. Πληρωνόμουν καλά για τη δουλειά μου,
δεν έχω παράπονο .Σήμερα, στα ογδόντα εφτα μου χρόνια, απορώ πού έβρισκα τόσο
κουράγιο. Έχω το μπαούλο γεμάτο και τους έχω βάλει χαμομήλι και νυχάκι για τον
σκόρο. Σαν το έχω ; Καμία δεν στρώνει τώρα κιλίμια .Χαμένα θα πάνε !»
Υπήρχαν κι άλλες
υφάντριες άλλα η Ελένη και η Μαρία ήταν από τις καλύτερες. Τα υφαντά τους
στέκονταν όρθια!
Ο Κανέλος Βασίλειος
στο βιβλίο του ‘’Του αργαλειού τα πάθη και τα καλη ‘’ γράφει :
Ο αργαλειός, το καμάρι του σπιτιού και της νοικοκυράς, που παλιότερα γνώρισε στιγμές εξαιρετικής άνθισης και δόξας, σιγά-σιγά ψυχοράγισε και καταχωνιάστηκε στη λησμονιά του πανδαμάτορα χρόνου, περνώντας πια στην ανάμνηση. Ο αχός του αργαλειού σώπασε πια και μαζί το γλυκό τραγούδι της υφάντρας κόρης. Όλα πια βουβάθηκαν, συμπαρασύροντας στη λήθη έναν ολόκληρο λαϊκό πολιτισμό που οι ρίζες του φθάνουν πολύ μακριά, στον κόσμο των μύθων, ηρώων και θεών.
Συναισθανόμενος την πορεία του αργαλειού μέσα στο χρόνο ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος και κατά κόσμον Νικόλαος Ψαριανός, εξαίρετος λογοτέχνης-ποιητής, συνέθεσε το 1937, το παρακάτω ποίημα για τον αργαλειό, το οποίο φαντάζει αρκετά προφητικό. Ας το χαρούμε:
Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
Ριχτός σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος
ο παλιωμένος αργαλειός,
μέσ’ στης γιαγιάς το εργαστήρι,
έρμος σιωπά και μοναχός.
Έρμος σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος.
Άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι
και πρώτος ήταν στα προικιά
ο αργαλειός, χρυσογραμμένος
και τον καμάρωνε η γιαγιά,
άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι.
Τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα
ολημερίς στον αργαλειό.
Τα ξακουστά και ζηλεμένα
πρώτα προικιά μέσ’ στο χωριό,
τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα.
Μα τώρα τα κορίτσια μας θεωρούνε
ντροπή να υφάνουνε «πανιά!..»
και τον παλιό αργαλειό πετούνε
σε μια αποσκότεινη γωνιά,
γιατί ντροπή να υφάνουνε θεωρούνε.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε·
στον τωρινόνε τον καιρό
έμαθε ό κόσμος να μην έχει
προς τα παλιά πια σεβασμό.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε.
Θάρθει καιρός και πάλι να μιλήσεις,
τότε που ο κόσμος θα στραφεί
για να εκτιμήσει ό, τι χλευάζει.
Μετά από μια καταστροφή
τότε, αργαλειέ, και πάλι θα μιλήσεις.