Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Οι παιδικές μου αναμνήσεις από την Τσεκλίστα

 
Γράφει ο Πάνος Ακρίδας
Ο παππούς μου, ένας ασπρομάλλης γεροντάκος ,ήταν κατά γενική ομολογία ένας άκακος άνθρωπος που το μόνο του μεράκι ήταν τα πρόβατα. Άμα  καταλάβαινε πως έλιωσαν τα χιόνια... δεν τον χώραγε  ο κάμπος!
Παλιότερα που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα για να μεταφέρει τις χιόνες του - έτσι έλεγε τις προβατίνες του -πήγαινε στην Τεκλίστα με τα πόδια. Δυο μέρες ταξίδι! Ξεκινούσε το απόγευμα από το Ξουβέρι, να πιάσει το Μουσταφούλι  και το πρωί  να ξεκινήσει  για Θέρμο ,Πλάτανο ,Λιόλιο ,ώσπου να φτάσει στην Τσεκλίστα .

Ο ΜπαλοΝίκος με τις ''χιόνες'' του
 Εμείς τα εγγόνια του πηγαίναμε σαν τέλειωναν τα καπνά.
Εγώ πήγα δυο χρονιές.
Η ξαδέλφη μου η Τούλα ήταν η μεγαλύτερη από τα εγγόνια.
Στις δουλειές του σπιτιού ήταν το δεξί χέρι της γιαγιάς μας, της ΜπαλοΛένης .Ευτυχώς που ήταν κι αυτή !Αλλιώς πως θα τα έβγαζε πέρα η γρια με τόσα λιαπατσόρια.

Το Μπαλέικο ήταν ένα διόροφο, πέτρινο σπίτι που στο πάνω μέρος του  υπήρχαν  δυο δωμάτια και από κάτω ένα υπόγειο.
 Ήταν σκεπασμένο με πέτρινες πλάκες και τη σκεπή του συγκρατούσαν κάτι τεράστιες στρουπίνες - έτσι έλεγαν τα μαδέρια - που από δω και από κει ήταν καρφωμένες πρόγκες για να κρεμάνε τα  καλαμπόκια ! Είχε και μια χωμάτινη γωνιά με δυο παραθύρες .
  Το μαντρί ήταν δίπλα στο σπίτι. Το σούσουρο που ερχόταν ο παππούς μας  με τα πρόβατα καθόταν σε μια πέτρα και ένα, ένα όπως τ΄ άρμεγε τα πέρναγε μέσα στη στρούγκα .
Μπροστά στο Μπαλέκο
Εγώ,ο αδελφός Νίκος , η αδελφή μου Γεωργία
 και στο μέσον της φωτογραφίας
η μεγαλύτερη  η Τούλα ,κόρη του Φώτη Πολίτη 
  Η καημένη η Τούλα ,η ξαδέρφη μου,τι να πρωτοκάνει με τόσους διαόλους που έμπλεξε . Που δεν έμπαιναν σε στρέβλα με τίποτα.
  Εγώ όλη μέρα γύριζα Πότε πήγαινα στο κόμμα .Πότε στους Αγίους Αποστόλους και ανακατευόμουνα με το ρετσίνι. Πότε κυνηγούσα βερβέρες. Όλο διαολιές ! Όμως η μεγαλύτερη απόλαυση ήταν να παίζω στις μελίστρες. Σαν στούκας κατέβαινα την μελίστρα! Καθώς έφτανα στον πάτο, ήταν μια ρίζα από κέδρο που την έπιανα και,με την φόρα που είχα, έκανα επιτόπια στροφή .
  Σε μια γωνιά της αυλής η γιαγιά άναβε φωτιά και έβραζε νερό στο καζάνι για την μπουγάδα. Τα χεράκια της Τούλας έλιωναν από το τρίψιμο  των ρούχων .Τόσα παιδιά !
  Φόρεσα την καθαρή μου μπλούζα και καμαρωτός, καμαρωτός τράβηξα για τις μελίστρες .Χόρτασα παιχνίδι και ευχαριστήθηκε η ψυχή μου. Γύρισα στο σπίτι ξελιγωμένος.
Ε ρε και βλέπει η Τούλα την καθαρή μπλούζα που είχα φορέσει...Ποιός είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε ! Ε ρε ματσούκι που έφαγα ...!Δεν το έβαλα όμως κάτω. Από τα νεύρα μου μια και δεν μπορούσα να τα βάλω με την Τούλα, πήγα εκεί που άναβε το καζάνι και είχε μπόλικη στάχτη, ξάπλωσα και ανακυλιόμουν απ΄το άχτι μου. Σαν αλευρωμένος χοβιός έγινα . Μόνο τα μάτια μου γυάλιζαν.
- Να δεις και 'γω  ,της λέω.
Κι' άλλο μπερτάκι η Τούλα .
-  Θα φύγω και θα πάω στο σπίτι μου.
- Και που ξέρεις το δρόμο ;
-Θα πάρω της κολόνες απ' το τηλέφωνο και θα φύγω .
Επειδή μας έπαιρναν τηλέφωνο απ' το χωριό ,νόμιζα πως αν τις ακολουθήσω θα φτάσω σπίτι μου.

 Μια βραδιά μας έκανε ξαφνική επίσκεψη ο πατέρας μου.
Σαν ήρθε ο παππούς με τα πρόβατα το σούρουπο,  δεν άκουσε φωνές και ανησύχησε.
Μέχρι να τα τακτοποιήσει τα ζωντανά  και ν ανέβει στο σπίτι,του φάνηκε αιώνας.  Μπήκε μέσα και είδε τον πατέρα μου.
Εσύ είσαι εδώ ; Φοβήθηκα  πως κάτι έγινε με τόση ησυχία ;

 Σήμερα δυστυχώς εκείνες οι μελίστρες δεν υπάρχουν. Μπαζώθηκαν!
Έτσι όμως δεν χάνει την γραφικότητα του ο τόπος ; Δεν έχουμε ρήξη με το παρελθόν ;

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Αποκριάτικα στιγμιότυπα





Γι'αυτούς τους χαρακτήρες έχουν γίνει άπειρες συζητήσεις στο καφενείο του χωριού .Όλοι κάτι έχουμε να θυμηθούμε από εκείνα τα ευχάριστα καλαμπούρια τους, τα πειράγματα τους και τα παθήματά τους όταν έπιναν ένα ποτηράκι παραπάνω.

Όλοι τους μεροκαματιάρηδες .Άνοιγαν με τους Κασμάδες την γαλαρία για να φέρουν νερό στον κάμπο . Μέσα στα λασπόνερα  της στοάς σαν  τυφλοπόντικες με την υγρασία να τους σαπίζει τα κοκάλα. 
Τα χέρια τους χοντρά και ροζιασμένα απ' τη δουλειά ,σπούδασαν παιδιά και προικιωσαν κορίτσια . Και μετά τη βάρδια... στα καπνοτόπια με όλη την οικογένεια. Γιατί ο καπνός ήταν κουμπαράς! Αν τα 'φερνες γύρα με το μεροκάματο και ο καπνός σου έμεινε ξεχάρτσοτος, είχες μεγάλο διάφορο! Για να μπορέσει όμως το γαϊδουράκι να κουβαλήσει την ψυχή μέχρι την παράδεισο, έπρεπε να φάει και να πιει.
Η καθαρή Δευτέρα ήταν μια καλή ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Θα αφήσουμε τις εικόνες να μιλήσουν .



Κάπου στη Μακρυνεία 
Στην φωτογραφία Χρυσοβεργιώτες με τα μηχανάκια τους στην Μακρυνεία
Στους ρυθμούς το τζού μπόξ