Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΧΡΥΣΟΒΕΡΓΙ

«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη».

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η θεά Αθηνά ήταν η εφευρέτρια της υφαντικής τέχνης, προστάτιδα των καλών τεχνών και της χειροτεχνίας. Στη υφαντική όμως δεν δεχόταν να την ξεπεράσει κανείς. Το τόλμησε η κόρη ενός βαφέα νημάτων από τη Ιωνία και την μεταμόρφωσε σε αράχνη . Οι άνθρωποι αξιοποίησαν το θειο δώρο για τις ανάγκες τους και στην μακραίωνη ιστορία τους τα προϊόντα της υφαντικής τέχνης έλυσαν πολλά από τα προβλήματα της καθημερινότητας τους.
Η Σπύραινα η Μπαλαινα, χήρα από τα εικοσιτέσσερα της χρόνια με τεσσάρα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, έπρεπε να βρει τρόπο να τα βγάλει πέρα. Σαν εγκαταστάθηκε από την Τσεκλίστα στο Χρυσοβέργι έστειλε την μια της κόρη , την Ελένη ,στην Σκόνδραινα στο Αιτωλικό για να μάθειαργαλειό. Ένα χρόνο έκατσε η Ελένη κοντά της και έγινε από τις καλύτερες υφάντριες του χωριού. Αυτή έμαθε και την αδελφή της τη Μαρία. Κοντά στην Σκόνρδαινα ύφανε το πρώτο της υφαντό.Πλήρωσε για αυτό .
«Έστησα τον αργαλειό μου σε μια καλύβα», αφηγείται η Μαρία «και όποτε έβρισκα ώρα ύφαινα. Το πρωί στο λόγγο για ξύλα, να τα πάω ζαλίγκα στ΄Αντιλκό, να πάρω δυο δεκάρες για να φέρω λίγο λαδάκι και ψωμί για να φάμε και το βράδυ με το λύχνο στο υφάδι. Ύφανα τα προικιά μου με μαλλιά, που μου έδωναν κάτι Βλάχοι που ήταν στο κτήμα του Θόδωρου του Μπλίκα .Είχα φούρνο και τους ζύμωνα ψωμί και αυτοί μου έδωναν μαλλιά. Τα έπλυνα ,τα έξανα στη Λανάρα στο Αιτωλικό ,τα έγνεθα και τα έβαφα μόνη μου.Για να φτιάξω ένα κιλίμι ήθελα δώδεκα οκάδες μαλλιά. Για μια βελέντζα δυο με τρεις οκάδες. Τις παραγγελίες που είχα όταν τις τελείωνα τις φορτωνόμουν ζαλιγκα και τις πήγαινα η ίδια. Τα σχέδια τα ξεσήκωνα από βιβλίο άλλα μετά τα έμαθα απ’ έξω.Και τώρα να μου δώσεις αργαλειό τα φτιάχνω! Είχα μεγάλη «πυρ’» για το υφάδι. Έκανα τουβλάκι , βεντάλια και άλλα πολλά. Εκείνο που δεν έχω κάνει είναι τσέργα. Ούτε το Αγγλικό έκανα. Πληρωνόμουν καλά για τη δουλειά μου, δεν έχω παράπονο .Σήμερα, στα ογδόντα εφτα μου χρόνια, απορώ πού έβρισκα τόσο κουράγιο. Έχω το μπαούλο γεμάτο και τους έχω βάλει χαμομήλι και νυχάκι για τον σκόρο. Σαν το έχω ; Καμία δεν στρώνει τώρα κιλίμια .Χαμένα θα πάνε !»
Υπήρχαν κι άλλες υφάντριες άλλα η Ελένη και η Μαρία ήταν από τις καλύτερες. Τα υφαντά τους στέκονταν όρθια!
Ο Κανέλος Βασίλειος στο βιβλίο του ‘’Του αργαλειού τα πάθη και τα καλη ‘’ γράφει :

Ο αργαλειός, το καμάρι του σπιτιού και της νοικοκυράς, που παλιότερα γνώρισε στιγμές εξαιρετικής άνθισης και δόξας, σιγά-σιγά ψυχοράγισε και καταχωνιάστηκε στη λησμονιά του πανδαμάτορα χρόνου, περνώντας πια στην ανάμνηση. Ο αχός του αργαλειού σώπασε πια και μαζί το γλυκό τραγούδι της υφάντρας κόρης. Όλα πια βουβάθηκαν, συμπαρασύροντας στη λήθη έναν ολόκληρο λαϊκό πολιτισμό που οι ρίζες του φθάνουν πολύ μακριά, στον κόσμο των μύθων, ηρώων και θεών.

Συναισθανόμενος την πορεία του αργαλειού μέσα στο χρόνο ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος και κατά κόσμον Νικόλαος Ψαριανός, εξαίρετος λογοτέχνης-ποιητής, συνέθεσε το 1937, το παρακάτω ποίημα για τον αργαλειό, το οποίο φαντάζει αρκετά προφητικό. Ας το χαρούμε:


Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ

Ριχτός σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος
ο παλιωμένος αργαλειός,
μέσ’ στης γιαγιάς το εργαστήρι,
έρμος σιωπά και μοναχός.
Έρμος σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος. 
Άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι
και πρώτος ήταν στα προικιά
ο αργαλειός, χρυσογραμμένος
και τον καμάρωνε η γιαγιά,
άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι.
Τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα
ολημερίς στον αργαλειό.
Τα ξακουστά και ζηλεμένα
πρώτα προικιά μέσ’ στο χωριό,
τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα.
Μα τώρα τα κορίτσια μας θεωρούνε
ντροπή να υφάνουνε «πανιά!..»
και τον παλιό αργαλειό πετούνε
σε μια αποσκότεινη γωνιά,
γιατί ντροπή να υφάνουνε θεωρούνε.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε·
στον τωρινόνε τον καιρό
έμαθε ό κόσμος να μην έχει
προς τα παλιά πια σεβασμό.
Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε.
Θάρθει καιρός και πάλι να μιλήσεις,
τότε που ο κόσμος θα στραφεί
για να εκτιμήσει ό, τι χλευάζει.
Μετά από μια καταστροφή
τότε, αργαλειέ, και πάλι θα μιλήσεις.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Λάμπρος Βούρτσας με βιολάκι ...

Ο Βούρτσας με τον Σκούρτα 
Τακτικός επισκέπτης του χωριού μας ο Λάμπρος Βούρτσας .Ορμώμενος από την Κρέντη της Ευρυτανίας πάντα κατέληγε στα Σκουρτέικα. Πατριώτης γαρ με τον Μήτσο Σκούρτα !

                      Λάμπρο Βούρτσα μου Λεβέντη / Δεν σε χώρεσε η Κρέντη

τραγουδούσε ο Ζορμπάς της Κρεντης με το βιολί του στα καφενεία και τα ταβερνεία του χωριού
Το βασικό του στέκι  ήταν το ''Κολωνακι''. Μετά το τρίτο ,τέταρτο κατρούτσο άρχιζε να ξεδιπλώνει το μουσικό του ταλέντο
                     Λάμπρος Βούρτσας με βιολάκι / Τραγουδάει στο Κολωνάκι                                                                         
Και όσο προχωρούσε η ώρα και προχωρούσε  και το μεθύσι έβγαζε και τα εσώψυχα του 
                   
                    Λάμπρο Βούρτσα είναι κρίμα / Τρεις γυναίκες να χεις θύμα 

Μια μέρα μετά το πέρας της κρασοκατάνυξης πέρασε τη γέφυρα του Κόμματά και γραμμή για το Σκουρτέικο.Λίγο πιο κει από το πέρασμά του ήταν δεμένος και νυχτοβοσκούσε ο γάιδαρος του Ρούμπα .Φύσαγε  τις μύτες του το γαϊδουράκι και ο Λάμπρος νόμισε πως κάποιος τον κυνηγά .Γέμισε τις τσέπες του με πέτρες και κάθε τόσο έριχνε και από μια στο δεμένο γάιδαρο   .Όταν έφτασε στο σπίτι άδειασε τις τσέπες του , ακούμπησε τις πέτρες στο πρεβάζι του παραθύρου μονολογόντας .
Θα μ' κάνεις έμενα φρουστ΄

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η Πρωταπριλιά στην Ελληνική Λαογραφία!



Η Πρωταπριλιά στην Ελληνική Λαογραφία!

prwtaprilia-psemmata Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος

Στη νεοελληνική λαογραφία, ο Απρίλιος έχει πολλές ονομασίες: Λέγεται Απρίλης, Ανοιχτοδέντρης, Ανθοφόρος, Αηγιωργίτης και Λαμπριάτης, επειδή μέσα στις 30 μέρες που έχει, συμπίπτουν οι μεγάλες γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Πάσχα. Αλλά, επειδή ο μήνας αυτός είναι ακόμη ο μήνας που φέρνει μαζί του την Άνοιξη που ανοίγουν τα φύλλα των δέντρων και τα λουλούδια ονομάστηκε Απρίλιος από το λατινικό ρήμα aperio = ανοίγω (aperio, aperire = ανοίγω), δηλαδή ο Απρίλιος είναι ο μήνας που ανοίγουν, ανθίζουν τα κλαριά και γενικά τα λουλούδια.

Κατά την πρώτη Απριλίου γίνονται τα «Πρωταπριλιάτικα γελάσματα». Το πρωταπριλιάτικο ψέμα. Το έθιμο ξεκινάει από την προχριαστιανική εποχή. Οι αρχαίοι Θρακιώτες τσοπάνηδες τις πρώτες ημέρες της ανοίξεως, είχαν τη συνήθεια να διαδίδουν ότι τάχα τους έκλεψαν τα πρόβατα. Η έννοια της «κλεψιάς» είχε μεταφορική σημασία. Με αυτό εννοούσαν, ότι, τώρα που ήρθε η Άνοιξη, τα πρόβατά τους χάνονταν στις καταπράσινες πλαγιές και τα λαγκάδια. Τους τα «έκλεβε», δηλαδή, η ακατάλυτη ομορφιά της φύσεως. Πολλοί, βέβαια, υποστηρίζουν πως τα «Πρωταπριλιάτικα ψέματα» μας ήρθαν από τη Δύση.

Αυτό, βέβαια, για μας δεν έχει σημασία. Εμείς μια φορά, ξέρουμε, ότι το έθιμο είναι του τόπου μας, όπως και τόσα άλλα γνήσια ελληνικά έθιμα, που οι ξένοι τα θεωρούν δικά τους.

Οι παλιοί Αθηναίοι, μάλιστα, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στην… Πρωταπριλιά. Μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, έκαναν διάφορες αθώες φάρσες μεταξύ τους για να γελάσουν.

Μόνον μια φορά, ένας Αθηναίος ο Ιωάννης Πετροχείλης, για να τρομάξει τους γείτονές του, μάζεψε κρυφά, στο πίσω μέρος του σπιτιού του, κάτι άχρηστα καλύμματα από στρώματα, τα γέμισε με άχυρα, τους έβαλε φωτιά και ύστερα άρχισε να καλεί σε βοήθεια…

Οι γείτονες, όμως, που είχαν μυριστεί το παιχνίδι του τον άφησαν να φωνάζει, ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Αλλά η φωτιά απλώθηκε, φούντωσε και το αποτέλεσμα ήταν να καούν τα μισά Αναφιώτικα, αφού αποτελούνταν όλη η συνοικία από ξύλινα σπίτια.

Τα Αναφιώτικα είναι συνοικία των Αθηνών στη Βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Ονομάστηκε έτσι, γιατί οι πρώτοι κάτοικοι που έχτισαν σπίτια στο χώρο αυτό ήρθαν από το μικρό νησί των Κυκλάδων, που λέγεται Ανάφη. Και σήμερα έτσι ονομάζεται η συνοικία αυτή.
Αυτή είναι η πυρκαγιά της 1ης Απριλίου του 1837, που αναφέρουν στα βιβλία τους οι παλαιοί Αθηναιογράφοι.

Την πρώτη Απριλίου του 1863 αγγέλθηκε από την Αθήνα στην ελληνική παροικία του Μάντζεστερ η εκλογή του βασιλιά Γεωργίου του Α’. Το αποτέλεσμα ήταν να μη το πιστέψει κανείς, παρόλο που το τηλεγράφημα, που τους έστειλαν ήταν κατευθείαν από την Ελληνική Κυβέρνηση. Το θεώρησαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα.

Γι’ αυτό και η απάντηση ήταν ανάλογη. Η παροικία του Μάντζεστερ, την ίδια μέρα έστειλε την λακωνική της απάντηση: «Και του… χρόνου με υγείαν!». Φυσικά, οι εδώ αρμόδιοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι εσήμαινε η απάντηση αυτή και έσπαγαν το κεφάλι τους για να καταλάβουν. Όταν, επιτέλους, μαθεύτηκε η παρεξήγηση, έπειτα από μερικές μέρες, όλη η Αθήνα γέλασε με την καρδιά της.

Τότε ακριβώς, δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό της εποχής «Πανδώρα», ένα ποίημα, που άρχιζε ως εξής: Δεν ήταν άκουσμα πλαστόν της πρώτης Απριλίου, δεν ήτο τηλεγράφημα και τούτο ομοιάζον τα όσα των διπλωματών ο κάλαμος χελυάζων τας τόσας προσδοκίας μας, να διαδίδ’ ηξίου.

Γενικά, ο Απρίλιος είναι ένας από τους ωραιότερους μήνες του χρόνου. Ανάμεσα στα άλλα καλά που έχει, η βροχή του θεωρείται πολύ ευεργετική για τις καλλιέργειες και τα χωράφια των γεωργών. Γι’ αυτό και οι γεωργοί έχουν πολλές παροιμίες: «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά (βροχές) και ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό πόχει πολλά σπαρμένα».

Και άλλη παροιμία λέει: «Τον Απρίλη η γης φουντώνει και ο ζευγάς την καμαρώνει».

Άλλη πάλι λέει: «Άσπαρτο, αν σε βρει ο Απρίλης και του χρόνου δεν θα σπείρεις». Σε κάθε περιοχή υπάρχουν πολλές και διάφορες παραδόσεις.

Ακόμα και σήμερα, σε διάφορα χωριά της Ελλάδας, πιστεύουν πως το βρόχινο νερό της Πρωταπριλιάς, κάνει καλό στους πυρετούς. Ρίχνει τον πυρετό.

Στην παλιά Αθήνα, πάλι, όταν έβρεχε την Πρωταπριλιά, οι κοπέλες μάζευαν μέσα σε ασημένια δοχεία, τα λεγόμενα ασημένια τάσια, το νερό, για να λουστούν με αυτό. Όχι μόνον έκανε τα μαλλιά μεταξένια, αλλά εξαφάνιζε και τις… ριτίδες από το πρόσωπο. Έτσι πίστευαν.

Όλο τον Απρίλιο, σε πολλά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, τα κορίτσια φορούσαν στο δεξί τους πόδι μια κόκκινη κορδελίτσα, οι αρραβωνιασμένες φορούσαν άσπρη κορδελίτσα, οι παντρεμένες φορούσαν μια γκρίζα ή καφέ και οι χήρες μαύρη.

Στην Κύπρο, κατά την πρώτη Απριλίου, που την λένε «Πρωτόπεφτον τ’ Απρίλη», δεν επιτρέπεται να απλώσει κανείς στον ήλιο άσπρα ρούχα, ούτε να βγάλει από το σπίτι του σιδερένιο εργαλείο. Γιατί πιστεύουν πως «αναθεμελιώνεται», δηλαδή καταστρέφεται η τύχη του σπιτιού. Την ημέρα αυτή κανείς δεν πρέπει να σκάβει τη γη γιατί «σκάβει το λάκκο του». Με άλλα λόγια, στρέφεται εναντίον της υγείας του και της προόδου του.

Σε σύγκριση με τον Μάιο «ο Απρίλης έχει τη δροσιά κι ο Μάης τα λουλούδια». Μία άλλη, όμως, παροιμία λέει: «Τριαντάφυλλα τ’ Απρίλη, σαν της κοπελιάς τα χείλη». Και μια τρίτη παροιμία συμπληρώνει: «Όλα τα ρόδα ειν’ όμορφα, μα του Απριλιού λωλαίνουν» (=τρελαίνουν)!

Γ’ αυτούς που ταξιδεύουν, λένε ότι, πριν από τις 18 Απριλίου, η θάλασσα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Μετά, όμως, υπάρχει απόλυτη σιγουριά: «Απριλίου δεκαοχτώ, νά’ χεις το μάτι σου ανοιχτό, πέρασαν οι δεκαοχτώ, άραζε και σ’ ένα αυγό». Γιατί, πραγματικά, κατά την λαϊκή μετεωρολογία, το τελευταίο όριο του χειμώνα είναι η 18η Απριλίου.

Αλλά πολύ συχνά συμβαίνει να πέσει βαρύς χειμώνας, ώστε να ψοφίσουν πάνω στην «επώαση», και οι γνωστές για την αντοχή τους πέρδικες. Γι’ αυτό και η παράδοση λέει: «Και τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αυγό».

Όπως οι Καθολικοί θεωρούν τον Μάιο ως μήνα της Παναγίας, έτσι και οι Ορθόδοξοι Έλληνες του παλαιού καιρού, της είχαν αφιερώσει τον Απρίλιο. Γι’ αυτό όλον τον Απρίλιο οι εκκλησίες ήταν ανοιχτές και ανθοστολισμένες.

Υπάρχει και ένα τραγουδάκι, που το έλεγαν οι κοπέλες, όπως γράφει η «ανθολογία δημοτικών τραγουδιών της Καρπάθου».

Παναγιά ανθοστολισμένη, Παναγίτσα του Χριστού, μικρή μάνα λυπημένη του Ιησού του γελαστού, τώρα θα χαμογελάσεις, με την πρώτη τ’ Απριλιού, Παναγίτσα του Ιησού…

Στις 23 Απριλίου η Ορθοδοξία τιμά τη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου. Ο Άγιος Γεώργιος τιμάται ιδιαίτερα από τους ποιμένες και τους τσελιγκάδες. Σ’ αυτό συντέλεσε το γεγονός ότι η γιορτή συμπίπτει με την εποχή που οι ποιμένες αφήνουν τα χειμαδιά και φεύγουν για τα βουνά, που είναι τα καλοκαιρινά βοσκοτόπια τους, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους και να τυροκομήσουν.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Άγιο Δημήτριο 26 Οκτωβρίου, όταν ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τα βουνά και να επιστρέψουν στα χειμαδιά.

Ο Αηγιώργης ανήκει στους δημοφιλέστερους αγίους και εορτάζεται πανηγυρικά σε όλη την Ελλάδα. Στα τραγούδια του Ελληνικού λαού ο Άγιος Γεώργιος είναι ο δρακοντοκτόνος που σκοτώνει το θεριό με το κοντάρι του, για να αφήσει το νερό της πολιτείας να τρέξει. Γι’ αυτόν το λόγο τον λατρεύουν και οι τούρκοι της Μικράς Ασίας τον Άγιο Γεώργιο. Σε νησί της Προποντίδας που υπάρχει ναός του, περιμένουν στην ουρά για να πάρουν αγίασμα, όταν γιορτάζει…

Η σπουδαία Επιστήμων Λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη στο σύγγραμμά της «Σαρακατσάνοι» (1957) γράφει: «Οι δύο μεγάλες γιορτές των Σαρακατσαναίων, του Αη – Γιώργη και του Αη – Δημητρίου… επισημαίνουν τον ποιμενικό χρόνο. Αποτελούν μία από τις ποιμενικές πρωτοχρονιές». Πραγματικά οι ποιμένες και οι τσελιγκάδες στις 23 Απριλίου ξεκινούν για τα ορεινά βοσκοτόπια του καλοκαιριού. Αντίθετα, στις 26 Οκτωβρίου εορτή του Αγίου Δημητρίου, παίρνουν το δρόμο για τους κάμπους, για τα χειμαδιά.

Υπάρχουν πολλά δημοτικά τραγούδια αφιερωμένα στον Αη – Γιώργη. Παρουσιάζεται όμορφος και χρυσοκαβαλάρης αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι και σκότωσε το θεριό, το δράκο σε ένα βαθύ πηγάδι