Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ (Το αρχαιότερο παραμύθι της Αιτωλίας )


Ενα παραμύθι που κατέγραψε ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος το 1914 στο Κεφαλόβρυσο Αιτωλίας οχι μακρυά από την Καλυδώνα και έδωσε στον Ι.Θ. Κακριδή . Προφανώς πρόκειται για το Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού.

  
''Μιά μάνα ἔκανε πολλά παιδιά ,ἄλλα δέν τής ἔζηγαν . Ἔκαμε πολλά παιδιά ἄλλα τόμου γενούνταν τά παιδιά , σέ λίγο πέθαιναν. Ἔρχουνταν, βλέπεις , οι Μοῖρες καί  τά’παιρναν . Ἠ κακομοίρα αὐτήνη δέν ἤξερε τί νά κάμει . Κίνησε φορτώνενη πίσω , γιά νά κάμει καί τό τελευταο .Χλίβονταν κι ἔλεγε :
- Τί θέλω νά τό κάνω ; Σάματι θά μού ζήσει ;
Ἤρθε καιρός, γέννησε καί τό τελευταίο αὐτό παιδί κι ἦταν σερνικό. Ὅμορφο παιδάκι,  ὄσο νά πεῖς! 
Σκέφτηκε ἡ κακομοίρα ἡ μάνα : Θά κάτσω αὔπνη .Τήν νύχτα πού θά ‘ρχονται οἱ Μοῖρες θά παραφυλάξω να δῶ τί θά ποῦνε γι΄αυτό .Θά κάνω τάχα πώς κοιμοῦμαι , γιά νά μή μέ πάρουνε χαμπέρι. 
Ἔτσι ἔκαμε δά τό βράδυ ἔκατσε κοντά στή σαρμανίτσα . Ἔκαμε τάχα πώς κοιμόνταν .Ἤθελε νά ἀκούσει τί θά νά 'λεγαν οἱ Μοῖρες . Παραμόνευε. καί τόμου ἦρθαν εκεῖνες , λαούτιασε  ντίπ  ἔκανε τάχα πώς κοιμᾶται κι ἔβαλε αὐτι .
Νά οἱ Μοῖρες , ἧρθαν , ἦταν τρεῖς . Κουλούρωσαν τό παιδί .Ἡ Μιά στάθηκε καταποπάνω ἀπό τό κεφάλι του, ἡ ἄλλη δεξιά κι ἡ ἄλλη ζερβά . Ἡ μανά τού παιδιού ἦταν λίγο παραπερούλια τσιουλιασμένη κάθουνταν σαουριασμένη, τάχα πώς κοιμόνταν, κι ἄκουσε τίς Μοῖρες νά λέν. Ἡ πρώτη, ὁπού καθούνταν ἀποπάνω ἀπ’το καφάλι, εἶπε:
-Νά πεθάνει ἐτούνη τή στιγμή !  Ἡ δεύτερη  εἶπε:
-Ὄχι ὀρή ! Τῆς πήραμε τόσα παιδιά τῆς καημένης ! Νά τῆς τ’ ἀφήκουμε τοῦτο ! Εἶναι κρίμα !
- Ὄχι, λέει πίσω ἡ πρώτη, πρέπει νά τό πάρουμε τωραγιᾶς κιόλα !
-Ἀκοῦστε καί μένα, λέει ἡ Τρίτη ἐγώ λέω να πεθάνει , τόμους ἀποκαεῖ αὑτεῖνο το δαυλί πού καίεται στό τζάκι τωραγιά !
-Ἄ, ἔτσι ἄς γένει, εἶπαν τότε κι οἱ ἄλλες δυό Μοῖρες.
Ἄπάνω πού μοίραναν οἱ Μοῖρες τό παιδί, ἔκλεισαν τή φυλλάδα τους έκεῖ - ὄ,τι ἔγραψαν ,ἔγραψαν μαθές – κι ἔφυγαν , πᾶνε, χάθηκαν . Σηκώνεται τότε ἡ μάνα του ,πιλαλώντας , πηδάει ,ἀδράχνει ἔνα τσουκάλι νερό, πῆρε τό δαυλί, τό’σβησε , τό τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τό’βαλε στόν πάτο στήν κασέλα της. Τό κλείδωσε κειμέσα καί τό φύλαγε καλύτερα απ’ τά μάτια της.
Ἔτσι τό παιδί γλίτωσε. Γίνηκε τρανό σιγά σιγά κι ἦταν μιά χαρά , ἀντρούκλας ὥς κειπάνω. Παντρεύτηκε, πῆρε μιά γυναίκα, ἔκαμε παιδιά – κι αὐτά μαθέ…
Πέρασαν χρόνια , γέρασε ἡ μάνα του κι ἦρθε ὁ καιρός της νά παιθάνει.
 Ὤς τότε δέ μαρτύρησε ντίπ, οὔτε στόν γέροντά της εἶπε τίποτα γιά τό δαυλί , μούτε καί στό παιδί . Τόμου κατάλαβε τό θάνατό της ἡ γριά , κάλεσε τή νύφη της καί τῆς λέει :
-Νυφούλα μου , τό καί τό… τῆς μολόγησε  ὄλο τό βιός . Πάρε λοιπόν αὐτό τό δαυλί , εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀντρός σου . Τήραξε νά μήν καεῖ , γιατί πάει… Νά τό φυλᾶς σάν τά μάτια σου, ὄπως τό φύλαγα κι ἐγώ . Κλείδωσ’το μέσα στήν κασέλα σου . Οὔτε νά μαρτυρήσεις τίποτα σέ κανέναν , οὔτε καί στόν ἄντρα σου ἀκόμα . Κι ἄμα ἔρθει ὁ καιρός καί γεράσει ντίπ ὁ ἄντρας σου καί πρέπει τότες νά πεθάνει καί  δέ βγαίνει ἡ ψυχούλα του καί δέ θέλεις νά τυραγνιέται , τότε βάνεις τό δαυλί στή φωτιά νά καεῖ . Καίγοντας αὐτό , θά βγεῖ κι ἡ ψυχή του.
Πέθανε ἡ γριά . Δευτέρα πέρασε – πολύς λίγος καιρός , δέν ξέρω πόσος . Μιά μέρα ὁ νέος μάλωσε μέ τη γυναίκα του , ἀλογοποίησαν ἐκεῖ .
-Ἄιτε καί σέ φκιάνω ἐγώ , τοῦ λέει ἡ γυναίκα του . Σέ ξεκάνω μ’ἔνα λουλούδι . Παίρνει τότε τό δαυλί ἡ γυναίκα του, τό βάνει στή φωτιά καί καίγεται . Ταμάμ χώνεψε τό δαυλί , ὁ νέος πάει πέθανε , καί σοῦ φέρνω κι ἐγώ τά μαντάτα του.''

Απο το βιβλιο του Ι.Θ. ΚΑΚΡΙΔΗ
 ''ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ''
 Εκδοση του Μορφωτικου Ιδρυματος της Εθνικης Τραπεζας